- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποιμήν?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: poimēn 고전 발음: [멘:] 신약 발음: [쀠멘]

기본형: ποιμήν ποιμένος

형태분석: ποιμην (어간)

  1. 목동, 목자, 양치기
  2. 선생, 스승, 교사, 목사, 교원
  1. shepherd, herdsman
  2. shepherd of the people: pastor, teacher, epithet of Agamemnon

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ποιμήν

목동이

ποιμένε

목동들이

ποιμένες

목동들이

속격 ποιμένος

목동의

ποιμένοιν

목동들의

ποιμένων

목동들의

여격 ποιμένι

목동에게

ποιμένοιν

목동들에게

ποιμέσι(ν)

목동들에게

대격 ποιμένα

목동을

ποιμένε

목동들을

ποιμένας

목동들을

호격 ποιμήν

목동아

ποιμένε

목동들아

ποιμένες

목동들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀσεβεῖς δὲ ὅριον ὑπερέβησαν ποίμνιον σὺν ποιμένι ἁρπάσαντες; (Septuagint, Liber Iob 24:2)

    (70인역 성경, 욥기 24:2)

  • ἐκεῖναι γὰρ ποιμένι μὲν οὐκ ἂν ὤκνησαν φανῆναι σκληρῷ ἀνδρὶ καὶ δασεῖ καὶ πολὺν τὸν ἥλιον ἐπὶ τῷ σώματι ἐμφαίνοντι, οἱῴ δὲ σοὶ - καί μοι πρὸς τῆς Λιβανίτιδος ἄφες ἐν τῷ παρόντι τὸ μὴ σύμπαντα σαφῶς εἰπεῖν - οὐδὲ ἐγγὺς γενέσθαι ποτ ἂν εὖ οἶδ ὅτι ἠξίωσαν, ἀλλ ἀντὶ τῆς δάφνης μυρρίνῃ ἂν ἢ καὶ μαλάχης φύλλοις μαστιγοῦσαι ἀπήλλαξαν ἂν τῶν τοιούτων, ὡς μὴ μιᾶναι μήτε τὸν Ὀλμειὸν μήτε τὴν τοῦ Ἵππου κρήνην, ἅπερ ἢ ποιμνίοις διψῶσιν ἢ ποιμένων στόμασι καθαροῖς πότιμα. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 3:6)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 3:6)

  • Εἰ ποιμένι καὶ ἐνδεεῖ τὴν ὄψιν καλὴ ἔδοξας, ἐπίφθονος οἰεί γεγονέναι· (Lucian, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 2 1:2)

    (루키아노스, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 2 1:2)

  • καί ῥ ἥ γε δμηθεῖς ὑπ Ιἤσονι, ποιμένι λαῶν, Μήδειον τέκε παῖδα, τὸν οὔρεσιν ἔτρεφε Χείρων Φιλυρίδης: (Hesiod, Theogony, Book Th. 108:3)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 108:3)

  • Ταλθύβιος δὲ θεῷ ἐναλίγκιος αὐδὴν κάπρον ἔχων ἐν χερσὶ παρίστατο ποιμένι λαῶν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 79 3:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 79 3:3)

유의어

  1. 목동

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION