- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποιμήν?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: poimēn 고전 발음: [멘:] 신약 발음: [쀠멘]

기본형: ποιμήν ποιμένος

형태분석: ποιμην (어간)

  1. 목동, 목자, 양치기
  2. 선생, 스승, 교사, 목사, 교원
  1. shepherd, herdsman
  2. shepherd of the people: pastor, teacher, epithet of Agamemnon

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ποιμήν

목동이

ποιμένε

목동들이

ποιμένες

목동들이

속격 ποιμένος

목동의

ποιμένοιν

목동들의

ποιμένων

목동들의

여격 ποιμένι

목동에게

ποιμένοιν

목동들에게

ποιμέσι(ν)

목동들에게

대격 ποιμένα

목동을

ποιμένε

목동들을

ποιμένας

목동들을

호격 ποιμήν

목동아

ποιμένε

목동들아

ποιμένες

목동들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐμαχέσαντο οἱ ποιμένες Γεράρων μετὰ τῶν ποιμένων Ἰσαάκ, φάσκοντες αὐτῶν εἶναι τὸ ὕδωρ. καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄνομα τοῦ φρέατος Ἀδικία. ἠδίκησαν γὰρ αὐτόν. (Septuagint, Liber Genesis 26:20)

    (70인역 성경, 창세기 26:20)

  • οἱ δὲ ἄνδρες εἰσὶ ποιμένες. ἄνδρες γὰρ κτηνοτρόφοι ἦσαν. καὶ τὰ κτήνη καὶ τοὺς βόας καὶ πάντα τὰ αὐτῶν ἀγηόχασιν. (Septuagint, Liber Genesis 46:32)

    (70인역 성경, 창세기 46:32)

  • καὶ εἶπε Φαραὼ τοῖς ἀδελφοῖς Ἰωσήφ. τί τὸ ἔργον ὑμῶν; οἱ δὲ εἶπαν τῷ Φαραώ. ποιμένες προβάτων οἱ παῖδές σου, καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν. (Septuagint, Liber Genesis 47:3)

    (70인역 성경, 창세기 47:3)

  • παραγενόμενοι δὲ οἱ ποιμένες ἐξέβαλλον αὐτάς. ἀναστὰς δὲ Μωυσῆς ἐρρύσατο αὐτὰς καὶ ἤντλησεν αὐταῖς καὶ ἐπότισε τὰ πρόβατα αὐτῶν. (Septuagint, Liber Exodus 2:17)

    (70인역 성경, 탈출기 2:17)

  • καὶ νῦν ἰδοὺ ἀκήκοα ὅτι κείρουσί σοι νῦν οἱ ποιμένες σου, οἳ ἦσαν μεθ᾿ ἡμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ οὐκ ἀπεκωλύσαμεν αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμεθα αὐτοῖς οὐθὲν πάσας τὰς ἡμέρας ὄντων αὐτῶν ἐν Καρμήλῳ. (Septuagint, Liber I Samuelis 25:7)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 25:7)

유의어

  1. 목동

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION