Ancient Greek-English Dictionary Language

πλεύμων

Third declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πλεύμων πλεύμονος

Structure: πλευμων (Stem)

Etym.: later attic form of pneu/mwn.

Sense

  1. lung

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὐκ ἀπαλλάξῃ, πρὶν εἴσω τόξα πλευμόνων λαβεῖν; (Euripides, Ion, episode, trochees17)
  • τοία Στυγόσ σε μελανοκάρδιοσ πέτρα Ἀχερόντιόσ τε σκόπελοσ αἱματοσταγὴσ φρουροῦσι, Κωκυτοῦ τε περίδρομοι κύνεσ, ἔχιδνά θ’ ἑκατογκέφαλοσ, ἣ τὰ σπλάγχνα σου διασπαράξει, πλευμόνων τ’ ἀνθάψεται Ταρτησία μύραινα· (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene10)
  • ἔνθεν δὴ στοματουργὸσ ἐπῶν βασανίστρια λίσφη γλῶσσ’ ἀνελισσομένη φθονεροὺσ κινοῦσα χαλινοὺσ ῥήματα δαιομένη καταλεπτολογήσει πλευμόνων πολὺν πόνον. (Aristophanes, Frogs, Choral, strophe 41)
  • τί χρῆμ’ ἀλύω, πνεῦμ’ ἀνεὶσ ἐκ πλευμόνων; (Euripides, episode 2:21)
  • ἐγγὺσ γὰρ ἤδη πάνοπλοσ Ἀργείων στρατὸσ χωρεῖ, κονίει, πεδία δ’ ἀργηστὴσ ἀφρὸσ χραίνει σταλαγμοῖσ ἱππικῶν ἐκ πλευμόνων. (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode 4:9)

Synonyms

  1. lung

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION