Ancient Greek-English Dictionary Language

πιναρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πιναρός πιναρή πιναρόν

Structure: πιναρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pi/nos

Sense

  1. dirty, squalid

Examples

  • σκέψαι μου πιναρὰν κόμαν καὶ τρύχη τάδ’ ἐμῶν πέπλων, εἰ πρέποντ’ Ἀγαμέμνονοσ κούρᾳ ’σται βασιλείᾳ τᾷ Τροίᾳ θ’, ἃ ’μοῦ πατέροσ μέμναταί ποθ’ ἁλοῦσα. (Euripides, choral, strophe 36)
  • τίσ πλέγδην σὰσ ἐνέδησε χέρασ, καὶ πιναρὰν ὄψιν τεκτήνατο; (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 1962)
  • ταύτην ἔχουσαι τὴν πιναράν τε καὶ ἄκοσμον ἐσθῆτα καὶ τὰσ ἄλλασ παραλαβοῦσαι γυναῖκασ καὶ τὰ τέκνα ἐπαγόμεναι βαδίζωμεν ἐπὶ τὴν Οὐετουρίασ τῆσ Μαρκίου μητρὸσ οἰκίαν· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 39 5:1)
  • ὡσ ἐπιβουλευόντων αὐτῷ τῶν πατρικίων προῆλθεν εἰσ τὴν ἀγορὰν ἐσθῆτα πιναρὰν περιβεβλημένοσ καὶ κατηφὴσ συνούσησ αὐτῷ καὶ τῆσ μητρὸσ Ὀκρισίασ καὶ τῆσ Ταρκυνίου γυναικὸσ Τανακυλίδοσ καὶ τῆσ συγγενείασ τῆσ βασιλικῆσ ὅλησ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 10 9:4)

Synonyms

  1. dirty

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION