πηγή
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
πηγή
πηγῆς
형태분석:
πηγ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 샘, 봄, 우물, 분수
- 정맥, 혈관
- 근원, 기원, 원천, 원인
- spring, well, fountain
- (in the plural) source of a river
- vein (of a mineral)
- source, origin, cause
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ ἀναστρέψαντεσ ἦλθον ἐπὶ τὴν πηγὴν τῆσ κρίσεωσ αὑ̔́τη ἐστὶ Κάδησ̓ καὶ κατέκοψαν πάντασ τοὺσ ἄρχοντασ Ἀμαλὴκ καὶ τοὺσ Ἀμορραίουσ τοὺσ κατοικοῦντασ ἐν Ἀσασονθαμάρ. (Septuagint, Liber Genesis 14:7)
(70인역 성경, 창세기 14:7)
- ἡ δὲ παρθένοσ ἦν καλὴ τῇ ὄψει σφόδρα. παρθένοσ ἦν, ἀνὴρ οὐκ ἔγνω αὐτήν. καταβᾶσα δὲ ἐπὶ τὴν πηγὴν ἔπλησε τὴν ὑδρίαν αὐτῆσ καὶ ἀνέβη. (Septuagint, Liber Genesis 24:16)
(70인역 성경, 창세기 24:16)
- τῇ δὲ Ρεβέκκᾳ ἀδελφὸσ ἦν ᾧ ὄνομα Λάβαν. καὶ ἔδραμε Λάβαν πρὸσ τὸν ἄνθρωπον ἔξω ἐπὶ τὴν πηγήν. (Septuagint, Liber Genesis 24:29)
(70인역 성경, 창세기 24:29)
- καὶ ἐλθὼν σήμερον ἐπὶ τὴν πηγὴν εἶπα. Κύριε ὁ Θεὸσ τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, εἰ σὺ εὐοδοῖσ τὴν ὁδόν μου, ἐν ᾗ νῦν ἐγὼ πορεύομαι ἐν αὐτῇ, (Septuagint, Liber Genesis 24:42)
(70인역 성경, 창세기 24:42)
- καὶ ἐγένετο πρὸ τοῦ συντελέσαι με λαλοῦντα ἐν τῇ διανοίᾳ μου, εὐθὺσ Ρεβέκκα ἐξεπορεύετο ἔχουσα τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τῶν ὤμων καὶ κατέβη ἐπὶ τὴν πηγὴν καὶ ὑδρεύσατο. εἶπα δὲ αὐτῇ. πότισόν με. (Septuagint, Liber Genesis 24:45)
(70인역 성경, 창세기 24:45)
유의어
-
샘
-
source of a river
-
정맥
-
근원