헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πηγή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πηγή πηγῆς

형태분석: πηγ (어간) + η (어미)

  1. 샘, 봄, 우물, 분수
  2. 정맥, 혈관
  3. 근원, 기원, 원천, 원인
  1. spring, well, fountain
  2. (in the plural) source of a river
  3. vein (of a mineral)
  4. source, origin, cause

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πηγή

샘이

πηγᾱ́

샘들이

πηγαί

샘들이

속격 πηγῆς

샘의

πηγαῖν

샘들의

πηγῶν

샘들의

여격 πηγῇ

샘에게

πηγαῖν

샘들에게

πηγαῖς

샘들에게

대격 πηγήν

샘을

πηγᾱ́

샘들을

πηγᾱ́ς

샘들을

호격 πηγή

샘아

πηγᾱ́

샘들아

πηγαί

샘들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ καταβήσεται τὰ ὅρια ἀπὸ Σεπφάμ Ἀρβηλὰ ἀπὸ ἀνατολῶν ἐπὶ πηγάσ, καὶ καταβήσεται τὰ ὅρια Βηλὰ ἐπὶ νώτου θαλάσσησ Χενερὲθ ἀπὸ ἀνατολῶν. (Septuagint, Liber Numeri 34:11)

    (70인역 성경, 민수기 34:11)

  • καὶ εἶπεν Ἀχαὰβ πρὸσ Ἀβδιού. δεῦρο καὶ διέλθωμεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἐπὶ πηγὰσ τῶν ὑδάτων καὶ ἐπὶ χειμάρρουσ, ἐάν πωσ εὕρωμεν βοτάνην καὶ περιποιησώμεθα ἵππουσ καὶ ἡμιόνουσ, καὶ οὐκ ἐξολοθρευθήσονται ἀπὸ τῶν σκηνῶν. (Septuagint, Liber I Regum 18:4)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 18:4)

  • καὶ πατάξετε πᾶσαν πόλιν ὀχυρὰν καὶ πᾶν ξύλον ἀγαθὸν καταβαλεῖτε καὶ πάσασ πηγὰσ ὕδατοσ ἐμφράξεσθε καὶ πᾶσαν μερίδα ἀγαθὴν ἀχρειώσετε ἐν λίθοισ. (Septuagint, Liber II Regum 3:19)

    (70인역 성경, 열왕기 하권 3:19)

  • καὶ συνέλαβον αὐτὸν οἱ δοῦλοι αὐτοῦ καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἔξω τῆσ παρεμβολῆσ εἰσ τὸ πεδίον καὶ ἀπῇραν ἐκ μέσου τῆσ πεδινῆσ εἰσ τὴν ὀρεινὴν καὶ παρεγένοντο ἐπὶ τὰσ πηγάσ, αἳ ἦσαν ὑποκάτω Βαιτυλούα. (Septuagint, Liber Iudith 6:11)

    (70인역 성경, 유딧기 6:11)

  • καὶ ἐπεσκέψατο τὰσ ἀναβάσεισ τῆσ πόλεωσ αὐτῶν καὶ τὰσ πηγὰσ τῶν ὑδάτων αὐτῶν ἐφώδευσε καὶ προκατελάβετο αὐτὰσ καὶ ἐπέστησεν αὐταῖσ παρεμβολὰσ ἀνδρῶν πολεμιστῶν, καὶ αὐτὸσ ἀνέζευξεν εἰσ τὸν λαὸν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Iudith 7:7)

    (70인역 성경, 유딧기 7:7)

유의어

  1. source of a river

  2. 정맥

  3. 근원

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION