헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πήγανον

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πήγανον πηγάνου

형태분석: πηγαν (어간) + ον (어미)

  1. 운향풀
  1. rue, a plant from the genus Ruta.

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πήγανον

운향풀이

πηγάνω

운향풀들이

πήγανα

운향풀들이

속격 πηγάνου

운향풀의

πηγάνοιν

운향풀들의

πηγάνων

운향풀들의

여격 πηγάνῳ

운향풀에게

πηγάνοιν

운향풀들에게

πηγάνοις

운향풀들에게

대격 πήγανον

운향풀을

πηγάνω

운향풀들을

πήγανα

운향풀들을

호격 πήγανον

운향풀아

πηγάνω

운향풀들아

πήγανα

운향풀들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔστω ὦν λιβανωτοῦ τῆσ μάννησ, καὶ πολίου τῆσ κόμησ, καὶ Ῥητίνησ ἀπὸ τερμίνθου καὶ πίτυοσ τῶν δενδρέων, καὶ ἀλθαίησ Ῥίζησ, καὶ πηγάνου καὶ κονύζησ τῆσ βοτάνησ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 256)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 256)

  • ‐‐τῇ τρίτῃ ἐν τῇ δευτέρῃ ἐπανέσι ἀφαιρέειν, τῇπερ καὶ τὰ προσάρματα δοτέον, λιπαρῶσ μὲν χρίσαντα ὅλον τὸν ἄνθρωπον · ἐπὶ δὲ τῇ πλευρῇ καὶ ἔλαιον θέντα μαλθακὸν ξὺν ἀλείφατι θερμῷ πηγάνου ἢ ἀνήθου ἀφεψήματοσ · καταιον εῖν δὲ τὸ πλευρὸν εὖ μάλα προσηνέωσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 353)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 353)

  • προπίνειν δὲ κυμίνου ἢ πηγάνου ἀφεψήματοσ , καὶ τοῦ σίσωνοσ, ἢ ξὺν τουτέοισι τῶν φαρμάκων τῶν ἀνωδύνων τινά· μυρία δὲ ἄλλοισι ἄλλα πείρῃ γεγόνασι πιστά. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 220)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 220)

  • Ὠμοῖσι δὲ τοῖσίδε χρέεσθαι, τῆσ μαλάχησ τὰ φύλλα τρίβων ξὺν οἴνῳ, καὶ τοῦ πηγάνου τὰ φύλλα καὶ τῆσ ὀριγάνου χλωρῆσ‧ πᾶσι τούτοισι χρὴ τοῦ λίνου τὸν καρπὸν φρύξαντα καὶ κόψαντα ὡσ λειότατον μιγνύναι. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 11.3)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 11.3)

  • "λέγουσι γουσι δὲ τοῦ πηγάνου τὸ φυόμενον ὑπ’ αὐτῇ καὶ παραφυτευόμενον ἣδιον εἶναι καὶ τῷ χυμῷ μαλακώτερον, ὡσ ἂν ἀπολαῦόν τινὸσ γλυκύτητοσ, κατασβέννυται τἄγαν βαρὺ καὶ κατάκορον, εἰ μὴ νὴ Δία τοὐναντίον ἡ συκῆ περισπῶσα τὴν τροφὴν ἐξαιρεῖ τὸ τῆσ δριμύτητοσ. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 5, 7:2)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 5, 7:2)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION