헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιαιρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιαιρέω περιαιρήσω περιεῖλον περιῄρηκα

형태분석: περι (접두사) + αἱρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 빼앗다, 제거하다, 가져가다, 옷을 벗다, 치우다, 없애다, 낚아채다, 미치게 만들다, 정신을 뺏다, 박탈하다, 나누다, 잡아채다, 강탈하다, 억제하다, 보류하다
  1. to take off something that surrounds, take off an outer coat, take away, strip off, taking off, to take off from oneself, to take off one's, taking [the cover] off, opening, to strip off, take away, to be taken off, when, has been taken away
  2. to be stript of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιαίρω

(나는) 빼앗는다

περιαίρεις

(너는) 빼앗는다

περιαίρει

(그는) 빼앗는다

쌍수 περιαίρειτον

(너희 둘은) 빼앗는다

περιαίρειτον

(그 둘은) 빼앗는다

복수 περιαίρουμεν

(우리는) 빼앗는다

περιαίρειτε

(너희는) 빼앗는다

περιαίρουσιν*

(그들은) 빼앗는다

접속법단수 περιαίρω

(나는) 빼앗자

περιαίρῃς

(너는) 빼앗자

περιαίρῃ

(그는) 빼앗자

쌍수 περιαίρητον

(너희 둘은) 빼앗자

περιαίρητον

(그 둘은) 빼앗자

복수 περιαίρωμεν

(우리는) 빼앗자

περιαίρητε

(너희는) 빼앗자

περιαίρωσιν*

(그들은) 빼앗자

기원법단수 περιαίροιμι

(나는) 빼앗기를 (바라다)

περιαίροις

(너는) 빼앗기를 (바라다)

περιαίροι

(그는) 빼앗기를 (바라다)

쌍수 περιαίροιτον

(너희 둘은) 빼앗기를 (바라다)

περιαιροίτην

(그 둘은) 빼앗기를 (바라다)

복수 περιαίροιμεν

(우리는) 빼앗기를 (바라다)

περιαίροιτε

(너희는) 빼앗기를 (바라다)

περιαίροιεν

(그들은) 빼앗기를 (바라다)

명령법단수 περιαῖρει

(너는) 빼앗아라

περιαιρεῖτω

(그는) 빼앗아라

쌍수 περιαίρειτον

(너희 둘은) 빼앗아라

περιαιρεῖτων

(그 둘은) 빼앗아라

복수 περιαίρειτε

(너희는) 빼앗아라

περιαιροῦντων, περιαιρεῖτωσαν

(그들은) 빼앗아라

부정사 περιαίρειν

빼앗는 것

분사 남성여성중성
περιαιρων

περιαιρουντος

περιαιρουσα

περιαιρουσης

περιαιρουν

περιαιρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιαίρουμαι

(나는) 빼앗긴다

περιαίρει, περιαίρῃ

(너는) 빼앗긴다

περιαίρειται

(그는) 빼앗긴다

쌍수 περιαίρεισθον

(너희 둘은) 빼앗긴다

περιαίρεισθον

(그 둘은) 빼앗긴다

복수 περιαιροῦμεθα

(우리는) 빼앗긴다

περιαίρεισθε

(너희는) 빼앗긴다

περιαίρουνται

(그들은) 빼앗긴다

접속법단수 περιαίρωμαι

(나는) 빼앗기자

περιαίρῃ

(너는) 빼앗기자

περιαίρηται

(그는) 빼앗기자

쌍수 περιαίρησθον

(너희 둘은) 빼앗기자

περιαίρησθον

(그 둘은) 빼앗기자

복수 περιαιρώμεθα

(우리는) 빼앗기자

περιαίρησθε

(너희는) 빼앗기자

περιαίρωνται

(그들은) 빼앗기자

기원법단수 περιαιροίμην

(나는) 빼앗기기를 (바라다)

περιαίροιο

(너는) 빼앗기기를 (바라다)

περιαίροιτο

(그는) 빼앗기기를 (바라다)

쌍수 περιαίροισθον

(너희 둘은) 빼앗기기를 (바라다)

περιαιροίσθην

(그 둘은) 빼앗기기를 (바라다)

복수 περιαιροίμεθα

(우리는) 빼앗기기를 (바라다)

περιαίροισθε

(너희는) 빼앗기기를 (바라다)

περιαίροιντο

(그들은) 빼앗기기를 (바라다)

명령법단수 περιαίρου

(너는) 빼앗겨라

περιαιρεῖσθω

(그는) 빼앗겨라

쌍수 περιαίρεισθον

(너희 둘은) 빼앗겨라

περιαιρεῖσθων

(그 둘은) 빼앗겨라

복수 περιαίρεισθε

(너희는) 빼앗겨라

περιαιρεῖσθων, περιαιρεῖσθωσαν

(그들은) 빼앗겨라

부정사 περιαίρεισθαι

빼앗기는 것

분사 남성여성중성
περιαιρουμενος

περιαιρουμενου

περιαιρουμενη

περιαιρουμενης

περιαιρουμενον

περιαιρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιαιρήσω

(나는) 빼앗겠다

περιαιρήσεις

(너는) 빼앗겠다

περιαιρήσει

(그는) 빼앗겠다

쌍수 περιαιρήσετον

(너희 둘은) 빼앗겠다

περιαιρήσετον

(그 둘은) 빼앗겠다

복수 περιαιρήσομεν

(우리는) 빼앗겠다

περιαιρήσετε

(너희는) 빼앗겠다

περιαιρήσουσιν*

(그들은) 빼앗겠다

기원법단수 περιαιρήσοιμι

(나는) 빼앗겠기를 (바라다)

περιαιρήσοις

(너는) 빼앗겠기를 (바라다)

περιαιρήσοι

(그는) 빼앗겠기를 (바라다)

쌍수 περιαιρήσοιτον

(너희 둘은) 빼앗겠기를 (바라다)

περιαιρησοίτην

(그 둘은) 빼앗겠기를 (바라다)

복수 περιαιρήσοιμεν

(우리는) 빼앗겠기를 (바라다)

περιαιρήσοιτε

(너희는) 빼앗겠기를 (바라다)

περιαιρήσοιεν

(그들은) 빼앗겠기를 (바라다)

부정사 περιαιρήσειν

빼앗을 것

분사 남성여성중성
περιαιρησων

περιαιρησοντος

περιαιρησουσα

περιαιρησουσης

περιαιρησον

περιαιρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιαιρήσομαι

(나는) 빼앗기겠다

περιαιρήσει, περιαιρήσῃ

(너는) 빼앗기겠다

περιαιρήσεται

(그는) 빼앗기겠다

쌍수 περιαιρήσεσθον

(너희 둘은) 빼앗기겠다

περιαιρήσεσθον

(그 둘은) 빼앗기겠다

복수 περιαιρησόμεθα

(우리는) 빼앗기겠다

περιαιρήσεσθε

(너희는) 빼앗기겠다

περιαιρήσονται

(그들은) 빼앗기겠다

기원법단수 περιαιρησοίμην

(나는) 빼앗기겠기를 (바라다)

περιαιρήσοιο

(너는) 빼앗기겠기를 (바라다)

περιαιρήσοιτο

(그는) 빼앗기겠기를 (바라다)

쌍수 περιαιρήσοισθον

(너희 둘은) 빼앗기겠기를 (바라다)

περιαιρησοίσθην

(그 둘은) 빼앗기겠기를 (바라다)

복수 περιαιρησοίμεθα

(우리는) 빼앗기겠기를 (바라다)

περιαιρήσοισθε

(너희는) 빼앗기겠기를 (바라다)

περιαιρήσοιντο

(그들은) 빼앗기겠기를 (바라다)

부정사 περιαιρήσεσθαι

빼앗길 것

분사 남성여성중성
περιαιρησομενος

περιαιρησομενου

περιαιρησομενη

περιαιρησομενης

περιαιρησομενον

περιαιρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιῇρουν

(나는) 빼앗고 있었다

περιῇρεις

(너는) 빼앗고 있었다

περιῇρειν*

(그는) 빼앗고 있었다

쌍수 περιῄρειτον

(너희 둘은) 빼앗고 있었다

περιῃρεῖτην

(그 둘은) 빼앗고 있었다

복수 περιῄρουμεν

(우리는) 빼앗고 있었다

περιῄρειτε

(너희는) 빼앗고 있었다

περιῇρουν

(그들은) 빼앗고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιῃροῦμην

(나는) 빼앗기고 있었다

περιῄρου

(너는) 빼앗기고 있었다

περιῄρειτο

(그는) 빼앗기고 있었다

쌍수 περιῄρεισθον

(너희 둘은) 빼앗기고 있었다

περιῃρεῖσθην

(그 둘은) 빼앗기고 있었다

복수 περιῃροῦμεθα

(우리는) 빼앗기고 있었다

περιῄρεισθε

(너희는) 빼앗기고 있었다

περιῄρουντο

(그들은) 빼앗기고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περίηἱλον

(나는) 빼앗았다

περίηἱλες

(너는) 빼앗았다

περίηἱλεν*

(그는) 빼앗았다

쌍수 περιῆἱλετον

(너희 둘은) 빼앗았다

περιήἱλετην

(그 둘은) 빼앗았다

복수 περιῆἱλομεν

(우리는) 빼앗았다

περιῆἱλετε

(너희는) 빼앗았다

περίηἱλον

(그들은) 빼앗았다

명령법단수 περιείλε

(너는) 빼앗았어라

περιειλέτω

(그는) 빼앗았어라

쌍수 περιείλετον

(너희 둘은) 빼앗았어라

περιειλέτων

(그 둘은) 빼앗았어라

복수 περιείλετε

(너희는) 빼앗았어라

περιειλόντων

(그들은) 빼앗았어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be stript of

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION