고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: πειραστικός πειραστική πειραστικόν
Structure: πειραστικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | πειραστικός | πειραστική | πειραστικόν |
Genitive | πειραστικοῦ | πειραστικῆς | πειραστικοῦ | |
Dative | πειραστικῷ | πειραστικῇ | πειραστικῷ | |
Accusative | πειραστικόν | πειραστικήν | πειραστικόν | |
Vocative | πειραστικέ | πειραστική | πειραστικόν | |
Dual | N/A/V | πειραστικώ | πειραστικᾱ́ | πειραστικώ |
G/D | πειραστικοῖν | πειραστικαῖν | πειραστικοῖν | |
Plural | Nominative | πειραστικοί | πειραστικαί | πειραστικά |
Genitive | πειραστικῶν | πειραστικῶν | πειραστικῶν | |
Dative | πειραστικοῖς | πειραστικαῖς | πειραστικοῖς | |
Accusative | πειραστικούς | πειραστικᾱ́ς | πειραστικά | |
Vocative | πειραστικοί | πειραστικαί | πειραστικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | πειραστικός πειραστικοῦ | πειραστικότερος πειραστικοτεροῦ | πειραστικότατος πειραστικοτατοῦ |
Adverb | πειραστικώς | πειραστικότερον | πειραστικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기