πείθω
Non-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
πείθω
πείσω
ἔπεισα
πέπεικα
πέπεισμαι
ἐπείσθην
Structure:
πείθ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I convince, persuade
- I succeed through entreaty
- I mislead
- I bribe
- I tempt
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- πεισθέντοσ δὲ τοῦ πλήθουσ τοῖσ ἥκουσιν ἀνδράσιν τὰ πρὸσ τὴν συνήθη δίαιταν ἅπαντα παρεῖχον δαψιλῶσ. (Flavius Josephus, 136:2)
- οἱ δὲ ἀνῃρηκότεσ πρότερον τὸν Ἆγιν αἰσθόμενοι τοῦτο, καὶ φοβηθέντεσ μὴ δίκην δῶσι τοῦ Ἀρχιδάμου κατελθόντοσ, ἐδέξαντο μὲν αὐτὸν εἰσ τὴν πόλιν παραγενόμενον κρύφα καὶ συγκατῆγον, εὐθὺσ δὲ ἀπέκτειναν, εἴτε ἄκοντοσ τοῦ Κλεομένουσ, ὡσ οἰέται Φύλαρχοσ, εἴτε πεισθέντοσ ὑπὸ τῶν φίλων καὶ προεμένου τὸν ἄνθρωπον αὐτοῖσ. (Plutarch, Cleomenes, chapter 5 3:1)
- πεισθέντοσ δ’ ἐκείνου δύο τῶν ἄλλων φίλων ἢ τρεῖσ προσέλαβε. (Plutarch, Cleomenes, chapter 7 1:3)
- πεισθέντοσ οὖν Ξέρξου καὶ γενομένων λόγων Ἀρτάβανοσ ; (Plutarch, De fraterno amore, section 18 3:3)
- πεισθέντοσ οὖν Ξέρξου καὶ γενομένων λόγων, Ἀρτάβανοσ μὲν ἀπεφήνατο Ξέρξῃ τὴν βασιλείαν προσήκειν, Ἀριαμένησ δ’ εὐθὺσ ἀναπηδήσασ προσεκύνησε τὸν ἀδελφὸν καὶ λαβόμενοσ τῆσ δεξιᾶσ εἰσ τὸν θρόνον ἐκάθισε τὸν βασίλειον. (Plutarch, De fraterno amore, section 18 7:1)
Synonyms
-
I convince
-
I mislead
-
I bribe
-
I tempt
Derived
- ἀναπείθω (to bring over, convince, to persuade)
- ἐκπείθω (to over-persuade)
- καταπείθω (to persuade)
- μεταπείθω (to change a man's persuasion, to be persuaded to change)
- παραπείθω (to persuade gradually, win over, beguile)
- προπείθω (to persuade beforehand)
- συμπείθω (to join or assist in persuading, to help in persuading, to allow oneself to be persuaded at the same time)
- συναναπείθω (to assist in persuading)