Ancient Greek-English Dictionary Language

προπείθω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προπείθω

Structure: προ (Prefix) + πείθ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to persuade beforehand

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προπείθω προπείθεις προπείθει
Dual προπείθετον προπείθετον
Plural προπείθομεν προπείθετε προπείθουσιν*
SubjunctiveSingular προπείθω προπείθῃς προπείθῃ
Dual προπείθητον προπείθητον
Plural προπείθωμεν προπείθητε προπείθωσιν*
OptativeSingular προπείθοιμι προπείθοις προπείθοι
Dual προπείθοιτον προπειθοίτην
Plural προπείθοιμεν προπείθοιτε προπείθοιεν
ImperativeSingular προπείθε προπειθέτω
Dual προπείθετον προπειθέτων
Plural προπείθετε προπειθόντων, προπειθέτωσαν
Infinitive προπείθειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προπειθων προπειθοντος προπειθουσα προπειθουσης προπειθον προπειθοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προπείθομαι προπείθει, προπείθῃ προπείθεται
Dual προπείθεσθον προπείθεσθον
Plural προπειθόμεθα προπείθεσθε προπείθονται
SubjunctiveSingular προπείθωμαι προπείθῃ προπείθηται
Dual προπείθησθον προπείθησθον
Plural προπειθώμεθα προπείθησθε προπείθωνται
OptativeSingular προπειθοίμην προπείθοιο προπείθοιτο
Dual προπείθοισθον προπειθοίσθην
Plural προπειθοίμεθα προπείθοισθε προπείθοιντο
ImperativeSingular προπείθου προπειθέσθω
Dual προπείθεσθον προπειθέσθων
Plural προπείθεσθε προπειθέσθων, προπειθέσθωσαν
Infinitive προπείθεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προπειθομενος προπειθομενου προπειθομενη προπειθομενης προπειθομενον προπειθομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to persuade beforehand

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION