πέδη
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
πέδη
형태분석:
πεδ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 수갑, 족쇄, 가죽끈, 속박
- a fetter, fetters, shackles, of fetters, fetters
- a mode of breaking in a horse
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὁ δὲ ἐμπεσὼν ἀθρόοσ ^ εἰσ ἐμὲ ἀπειρόκαλοσ καὶ παχύδερμοσ ἄνθρωποσ, ἔτι τὴν πέδην πεφρικὼσ καὶ εἰ παριὼν ἄλλωσ μαστίξειέ τισ ὄρθιον ἐφιστὰσ τὸ οὖσ καὶ τὸν μυλῶνα ὥσπερ τὸ Ἀνάκτορον προσκυνῶν, οὐκέτι φορητόσ ἐστι τοῖσ ἐντυγχάνουσιν, ἀλλὰ τούσ τε ἐλευθέρουσ ὑβρίζει καὶ τοὺσ ὁμοδούλουσ μαστιγοῖ ἀποπειρώμενοσ εἰ καὶ αὐτῷ τὰ τοιαῦτα ἔξεστιν, ἄχρι ἂν ἢ ἐσ πορνίδιόν τι ἐμπεσὼν ἢ ἱπποτροφίασ ἐπιθυμήσασ ἢ κόλαξι παραδοὺσ ἑαυτὸν ὀμνύουσιν, ἦ μὴν εὐμορφότερον μὲν Νιρέωσ εἶναι αὐτόν, εὐγενέστερον δὲ τοῦ Κέκροποσ ἢ Κόδρου, συνετώτερον δὲ τοῦ Ὀδυσσέωσ, πλουσιώτερον δὲ συνάμα Κροίσων ἑκκαίδεκα, ἐν ἀκαρεῖ τοῦ χρόνου ἄθλιοσ ἐκχέῃ τὰ κατ’ ὀλίγον ἐκ πολλῶν ἐπιορκιῶν καὶ ἁρπαγῶν καὶ πανουργιῶν συνειλεγμένα. (Lucian, Timon, (no name) 23:2)
(루키아노스, Timon, (no name) 23:2)
- ἦ γάρ σευ τὰ ποδηγὰ Πόθων ὠκύπτερα κόψασ, χαλκόδετον σφίγξω σοῖσ περὶ ποσσὶ πέδην. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 179 1:1)
(작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 179 1:1)
- ἱππασίαν δ’ ἐπαινοῦμεν τὴν πέδην καλουμένην· (Xenophon, Minor Works, , chapter 7 16:1)
(크세노폰, Minor Works, , chapter 7 16:1)
- ἐπαινοῦμεν δὲ καὶ τὴν ἑτερομήκη πέδην μᾶλλον τῆσ κυκλοτεροῦσ. (Xenophon, Minor Works, , chapter 7 17:1)
(크세노폰, Minor Works, , chapter 7 17:1)