Ancient Greek-English Dictionary Language

παροτρύνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παροτρύνω παροτρυνῶ

Structure: παρ (Prefix) + ὀτρύν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to urge, on

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παροτρύνω παροτρύνεις παροτρύνει
Dual παροτρύνετον παροτρύνετον
Plural παροτρύνομεν παροτρύνετε παροτρύνουσιν*
SubjunctiveSingular παροτρύνω παροτρύνῃς παροτρύνῃ
Dual παροτρύνητον παροτρύνητον
Plural παροτρύνωμεν παροτρύνητε παροτρύνωσιν*
OptativeSingular παροτρύνοιμι παροτρύνοις παροτρύνοι
Dual παροτρύνοιτον παροτρυνοίτην
Plural παροτρύνοιμεν παροτρύνοιτε παροτρύνοιεν
ImperativeSingular παρότρυνε παροτρυνέτω
Dual παροτρύνετον παροτρυνέτων
Plural παροτρύνετε παροτρυνόντων, παροτρυνέτωσαν
Infinitive παροτρύνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παροτρυνων παροτρυνοντος παροτρυνουσα παροτρυνουσης παροτρυνον παροτρυνοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παροτρύνομαι παροτρύνει, παροτρύνῃ παροτρύνεται
Dual παροτρύνεσθον παροτρύνεσθον
Plural παροτρυνόμεθα παροτρύνεσθε παροτρύνονται
SubjunctiveSingular παροτρύνωμαι παροτρύνῃ παροτρύνηται
Dual παροτρύνησθον παροτρύνησθον
Plural παροτρυνώμεθα παροτρύνησθε παροτρύνωνται
OptativeSingular παροτρυνοίμην παροτρύνοιο παροτρύνοιτο
Dual παροτρύνοισθον παροτρυνοίσθην
Plural παροτρυνοίμεθα παροτρύνοισθε παροτρύνοιντο
ImperativeSingular παροτρύνου παροτρυνέσθω
Dual παροτρύνεσθον παροτρυνέσθων
Plural παροτρύνεσθε παροτρυνέσθων, παροτρυνέσθωσαν
Infinitive παροτρύνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παροτρυνομενος παροτρυνομενου παροτρυνομενη παροτρυνομενης παροτρυνομενον παροτρυνομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καίτοι ὅταν διὰ τὴν ἐξ αὐτῶν βλάβην ἐκτρεπώμεθα σφᾶσ, τίνοσ ἂν εἰκότωσ ἄξιοσ εἰή ὁ δι’ ὧν τούτοισ συνηγορεῖ αὐτόσ τε τοιοῦτοσ ὢν καὶ τούσ γ’ ἄλλουσ ἐπὶ τὰ ἴσα παροτρύνων; (Aristides, Aelius, Orationes, 25:9)

Synonyms

  1. to urge

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION