Ancient Greek-English Dictionary Language

παρίκω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παρίκω

Structure: παρ (Prefix) + ί̔κ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: poet. for parh/kw

Sense

  1. to be gone by

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρίκω παρίκεις παρίκει
Dual παρίκετον παρίκετον
Plural παρίκομεν παρίκετε παρίκουσιν*
SubjunctiveSingular παρίκω παρίκῃς παρίκῃ
Dual παρίκητον παρίκητον
Plural παρίκωμεν παρίκητε παρίκωσιν*
OptativeSingular παρίκοιμι παρίκοις παρίκοι
Dual παρίκοιτον παρικοίτην
Plural παρίκοιμεν παρίκοιτε παρίκοιεν
ImperativeSingular παρίκε παρικέτω
Dual παρίκετον παρικέτων
Plural παρίκετε παρικόντων, παρικέτωσαν
Infinitive παρίκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρικων παρικοντος παρικουσα παρικουσης παρικον παρικοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρίκομαι παρίκει, παρίκῃ παρίκεται
Dual παρίκεσθον παρίκεσθον
Plural παρικόμεθα παρίκεσθε παρίκονται
SubjunctiveSingular παρίκωμαι παρίκῃ παρίκηται
Dual παρίκησθον παρίκησθον
Plural παρικώμεθα παρίκησθε παρίκωνται
OptativeSingular παρικοίμην παρίκοιο παρίκοιτο
Dual παρίκοισθον παρικοίσθην
Plural παρικοίμεθα παρίκοισθε παρίκοιντο
ImperativeSingular παρίκου παρικέσθω
Dual παρίκεσθον παρικέσθων
Plural παρίκεσθε παρικέσθων, παρικέσθωσαν
Infinitive παρίκεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρικομενος παρικομενου παρικομενη παρικομενης παρικομενον παρικομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be gone by

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION