παιδονομία
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
παιδονομία
형태분석:
παιδονομι
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 업무, 판공실
- the education of children
- the office of
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἴδιαι δὲ ταῖσ σχολαστικωτέραισ καὶ μᾶλλον εὐημερούσαισ πόλεσιν, ἔτι δὲ φροντιζούσαισ εὐκοσμίασ, γυναικονομία νομοφυλακία παιδονομία γυμνασιαρχία, πρὸσ δὲ τούτοισ περὶ ἀγῶνασ ἐπιμέλεια γυμνικοὺσ καὶ Διονυσιακούσ, κἂν εἴ τινασ ἑτέρασ συμβαίνει τοιαύτασ γίνεσθαι θεωρίασ. (Aristotle, Politics, Book 6 139:1)
(아리스토텔레스, 정치학, Book 6 139:1)
- τούτων δ’ ἔνιαι φανερῶσ εἰσιν οὐ δημοτικαὶ τῶν ἀρχῶν, οἱο͂ν γυναικονομία καὶ παιδονομία· (Aristotle, Politics, Book 6 141:1)
(아리스토텔레스, 정치학, Book 6 141:1)
유의어
-
the education of children
-
업무
- τελωνία (업무, 판공실)
- σιτομετρία (업무, 판공실)
- πωλητήριον (the office of the)
- πρόεδρος (the, in office)
- προεδρία (업무, 판공실)
- κανηφορία (업무, 판공실)
- ἱππαρχία (업무, 판공실)
- χοροδιδασκαλία (업무, 판공실)
- ἀστυνομία (업무, 판공실)
- ἐπισκοπή (업무, 판공실, 사무실)
- φυλαρχία (업무, 판공실)
- τιμή (high office)
- στρατοφύλαξ (a commanding officer)
- πρᾶξις (업무, 일, 상업)
- χιλιαρχία (the office or post)
- ταγεία (the office or rank of)
- λοχαγία (the rank or office of)
- τόπος (자리, 공직)
- ἀρχίδιον (a petty office, petty officer)
- βιβλιοθήκη (records office)
- ἐξουσίᾱ (제목, 표제, 업무)
- θᾶκος (a chair of office)
- σπουδαρχία (canvassing for office)
- ἱεροφαντία (the office of hierophant)
- γυμνασιαρχία (the office of a gymnasiarch)
- ταμιεία (the office of paymaster)