- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πάγιος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: pagios 고전 발음: [빠기오] 신약 발음: [빠기오]

기본형: πάγιος πάγια πάγιον

형태분석: παγι (어간) + ος (어미)

어원: πήγνυμι

  1. 굳은, 단단한, 두꺼운, 견고한
  1. solid, positively, without reservations

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πάγιος

굳은 (이)가

παγία

굳은 (이)가

πάγιον

굳은 (것)가

속격 παγίου

굳은 (이)의

παγίας

굳은 (이)의

παγίου

굳은 (것)의

여격 παγίῳ

굳은 (이)에게

παγίᾳ

굳은 (이)에게

παγίῳ

굳은 (것)에게

대격 πάγιον

굳은 (이)를

παγίαν

굳은 (이)를

πάγιον

굳은 (것)를

호격 πάγιε

굳은 (이)야

παγία

굳은 (이)야

πάγιον

굳은 (것)야

쌍수주/대/호 παγίω

굳은 (이)들이

παγία

굳은 (이)들이

παγίω

굳은 (것)들이

속/여 παγίοιν

굳은 (이)들의

παγίαιν

굳은 (이)들의

παγίοιν

굳은 (것)들의

복수주격 πάγιοι

굳은 (이)들이

πάγιαι

굳은 (이)들이

πάγια

굳은 (것)들이

속격 παγίων

굳은 (이)들의

παγιῶν

굳은 (이)들의

παγίων

굳은 (것)들의

여격 παγίοις

굳은 (이)들에게

παγίαις

굳은 (이)들에게

παγίοις

굳은 (것)들에게

대격 παγίους

굳은 (이)들을

παγίας

굳은 (이)들을

πάγια

굳은 (것)들을

호격 πάγιοι

굳은 (이)들아

πάγιαι

굳은 (이)들아

πάγια

굳은 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 πάγιος

παγίου

굳은 (이)의

παγιώτερος

παγιωτέρου

더 굳은 (이)의

παγιώτατος

παγιωτάτου

가장 굳은 (이)의

부사 παγίως

παγιώτερον

παγιώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὴν μὲν δὴ πρώτην ἀνατροφὴν αὐτῶν μητράσι καὶ τίτθαις καὶ παιδαγωγοῖς ἐπιτρέπομεν ὑπὸ παιδείαις ἐλευθερίοις ἄγειν τε καὶ τρέφειν αὐτούς, ἐπειδὰν δὲ συνετοὶ ἤδη γίγνωνται τῶν καλῶς ἐχόντων, καὶ αἰδὼς καὶ ἐρύθημα καὶ φόβος καὶ ἐπιθυμία τῶν ἀρίστων ἀναφύηται αὐτοῖς, καὶ αὐτὰ ἤδη τὰ σώματα ἀξιόχρεα δοκῇ πρὸς τοὺς πόνους παγιώτερα γιγνόμενα καὶ πρὸς τὸ ἰσχυρότερον συνιστάμενα, τηνικαῦτα ἤδη παραλαβόντες. (Lucian, Anacharsis, (no name) 20:7)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 20:7)

  • τρίτον ἄλλο πρὸς τούτοις ἄκουσον τιτάνου γὰρ εἰς κόλλαν ἐμβαλὼν ᾗ κολλῶσι τὰ βιβλία, καὶ κηρὸν ἐκ τούτου ποιήσας, ἔτι ὑγρὸν ὄντα ἐπετίθει τῇ σφραγῖδι καὶ ἀφελών - αὐτίκα δὲ ξηρὸν γίγνεται καὶ κέρατος, μᾶλλον δὲ σιδήρου παγιώτερον - τούτῳ ἐχρῆτο πρὸς τὸν τύπον. (Lucian, Alexander, (no name) 21:10)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 21:10)

  • εὖ γε ἐποίησας, ὡς ἤδη μου τὰ σκέλη καθάπερ τῆς Νιόβης ἀπεψύχετο καὶ πάγια ἦν. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 24:26)

    (루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 24:26)

  • οὐ γὰρ οἱό῀ν τε δήπου καὶ τὰ ἐποικοδομούμενα μὴ βέβαια κεῖσθαι καὶ πάγια, τῶν πρώτων μὴ μενόντων ἀπορίας δὲ καὶ ταραχὰς ἐχόντων τηλικαύτας. (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 2 7:1)

    (플루타르코스, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 2 7:1)

  • καὶ οἰόνται, ἴσασι δ οὐδέν, καὶ ἀμφιδοξοῦντες προστιθέασιν ἀεὶ τὸ ἴσως καὶ τάχα, καὶ πάντα λέγουσιν οὕτως, παγίως δ οὐδέν. (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 13 2:1)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 2, chapter 13 2:1)

관련어

명사

형용사

동사

부사

감탄사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION