- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄψιος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: opsios 고전 발음: [옵시오] 신약 발음: [옵시오]

기본형: ὄψιος ὄψια ὄψιον

형태분석: ὀψι (어간) + ος (어미)

어원: ὀψέ

  1. 늦은, 꾸물거리는, 고, 철지난
  1. late, earlier;, earliest

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὄψιος

늦은 (이)가

ὀψία

늦은 (이)가

ὄψιον

늦은 (것)가

속격 ὀψίου

늦은 (이)의

ὀψίας

늦은 (이)의

ὀψίου

늦은 (것)의

여격 ὀψίῳ

늦은 (이)에게

ὀψίᾳ

늦은 (이)에게

ὀψίῳ

늦은 (것)에게

대격 ὄψιον

늦은 (이)를

ὀψίαν

늦은 (이)를

ὄψιον

늦은 (것)를

호격 ὄψιε

늦은 (이)야

ὀψία

늦은 (이)야

ὄψιον

늦은 (것)야

쌍수주/대/호 ὀψίω

늦은 (이)들이

ὀψία

늦은 (이)들이

ὀψίω

늦은 (것)들이

속/여 ὀψίοιν

늦은 (이)들의

ὀψίαιν

늦은 (이)들의

ὀψίοιν

늦은 (것)들의

복수주격 ὄψιοι

늦은 (이)들이

ὄψιαι

늦은 (이)들이

ὄψια

늦은 (것)들이

속격 ὀψίων

늦은 (이)들의

ὀψιῶν

늦은 (이)들의

ὀψίων

늦은 (것)들의

여격 ὀψίοις

늦은 (이)들에게

ὀψίαις

늦은 (이)들에게

ὀψίοις

늦은 (것)들에게

대격 ὀψίους

늦은 (이)들을

ὀψίας

늦은 (이)들을

ὄψια

늦은 (것)들을

호격 ὄψιοι

늦은 (이)들아

ὄψιαι

늦은 (이)들아

ὄψια

늦은 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ὄψιος

ὀψίου

늦은 (이)의

ὀψιότερος

ὀψιοτέρου

더 늦은 (이)의

ὀψιότατος

ὀψιοτάτου

가장 늦은 (이)의

부사 ὀψίως

ὀψιότερον

ὀψιότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Καρίων ὁ ἐμὸς οἰκέτης ἐπεὶ τάχιστά με ἀποθανόντα εἶδε, περὶ δείλην ὀψίαν ἀνελθὼν εἰς τὸ οἴκημα ἔνθα ἐκείμην, σχολῆς οὔσης - οὐδεὶς γὰρ οὐδὲ ἐφύλαττέ με - Γλυκέριον τὴν παλλάκιδα μου - καὶ πάλαι δέ, οἶμαι, κεκοινωνήκεσαν - παραγαγὼν ἐπισπασάμενος τὴν θύραν ἐσπόδει καθάπερ οὐδενὸς ἔνδον παρόντος: (Lucian, Cataplus, (no name) 12:3)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 12:3)

  • πλὴν ἀλλ εἴ γε δεῖ μηδὲν ὑποστειλάμενον τἀληθὲς διηγήσασθαι - οἰκῶ γὰρ ἐπὶ σκοπῆς, ὡς ὁρᾷς - πολλοὺς αὐτῶν πολλάκις ἤδη ἐθεασάμην περὶ δείλην ὀψίαν - ἐπίσχες, ὦ Πάν. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 11:14)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 11:14)

  • οὔτε δὲ συκοφάντην δέδιας αὐτὸς οὔτε λῃστὴν μὴ ὑφέληται τὸ χρυσίον ὑπερβὰς τὸ θριγκίον ἢ διορύξας τὸν τοῖχον, οὔτε πράγματα ἔχεις λογιζόμενος ἢ ἀπαιτῶν ἢ τοῖς καταράτοις οἰκονόμοις διαπυκτεύων καὶ πρὸς τοσαύτας φροντίδας μεριζόμενος, ἀλλὰ κρηπῖδα συντελέσας ἑπτὰ ὀβολοὺς τὸν μισθὸν ἔχων, ἀπαναστὰς περὶ δείλην ὀψίαν λουσάμενος, ἢν δοκῇ, σαπέρδην τινὰ ἢ μαινίδας ἢ κρομμύων κεφαλίδας ὀλίγας πριάμενος εὐφραίνεις σεαυτὸν ᾅδων τὰ πολλὰ καὶ τῇ βελτίστῃ Πενίᾳ προσφιλοσοφῶν. (Lucian, Gallus, (no name) 22:3)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 22:3)

  • ἤδη δὲ περὶ δείλην ὀψίαν ἧκεν ὁ Δρόμων τὸ γραμμάτιον τουτὶ παῤ αὐτοῦ κομίζων. (Lucian, Dialogi meretricii, 2:12)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 2:12)

  • εἶτα περὶ δείλην ὀψίαν ἀναγινωσκέσθω μὲν σφίσι τὸ φιλικὸν ἐκεῖνο πινάκιον. (Lucian, Saturnalia, 1:5)

    (루키아노스, Saturnalia, 1:5)

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION