ὁδός
2군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὁδός
ὁδοῦ
형태분석:
ὁδ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 길, 도로, 방법, 코스, 경로, 과목, 거리, 줄
- 길, 도로, 방법, 수법, 수
- 방법, 길, 도, 구석, 줄, 수법, 수
- 방법, 길, 도, 구석, 줄
- 방법, 길, 도, 구석
- 방법, 줄, 수법, 길, 수단, 메서드 연기
- 방법, 길, 도
- a way, path, track, road, highway, the course, the path
- further on the way, forwards, the way, road
- a travelling, journeying, a journey or voyage, an expedition, foray, the way
- a way or manner, the way or course, way, intent
- a way, ways, course of action
- a way, method, system;, methodically, systematically
- the Way, the Christian Faith
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ ἀποστελῶ ἐφ̓ ὑμᾶσ τὰ θηρία τὰ ἄγρια τῆσ γῆσ καὶ κατέδεται ὑμᾶσ καὶ ἐξαναλώσει τὰ κτήνη ὑμῶν, καὶ ὀλιγοστοὺσ ποιήσω ὑμᾶσ, καὶ ἐρημωθήσονται αἱ ὁδοὶ ὑμῶν. (Septuagint, Liber Leviticus 26:22)
(70인역 성경, 레위기 26:22)
- Θεόσ, ἀληθινὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ, καὶ πᾶσαι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ κρίσεισ. Θεὸσ πιστόσ, καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία, δίκαιοσ καὶ ὅσιοσ Κύριοσ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:4)
(70인역 성경, 신명기 32:4)
- Καὶ ὅτε ἀπέθανεν Ἐνεμεσσάρ, ἐβασίλευσε Σενναχηρὶμ ὁ υἱὸσ αὐτοῦ ἀντ̓ αὐτοῦ, καὶ αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ ἠκαταστάθησαν, καὶ οὐκ ἔτι ἠδυνάσθην πορευθῆναι εἰσ τὴν Μηδίαν. (Septuagint, Liber Thobis 1:15)
(70인역 성경, 토빗기 1:15)
- δίκαιοσ εἶ, Κύριε, καὶ πάντα τὰ ἔργα σου καὶ πᾶσαι αἱ ὁδοί σου ἐλεημοσύναι καὶ ἀλήθεια, καὶ κρίσιν ἀληθινὴν καὶ δικαίαν σὺ κρίνεισ εἰσ τὸν αἰῶνα. (Septuagint, Liber Thobis 3:2)
(70인역 성경, 토빗기 3:2)
- καὶ ἐν παντὶ καιρῷ εὐλόγει Κύριον τὸν Θεὸν καὶ παῤ αὐτοῦ αἴτησον, ὅπωσ αἱ ὁδοί σου εὐθεῖαι γένωνται, καὶ πᾶσαι αἱ τρίβοι καὶ βουλαί σου εὐοδωθῶσι. διότι πᾶν ἔθνοσ οὐκ ἔχει βουλήν, ἀλλ̓ αὐτὸσ ὁ Κύριοσ δίδωσι πάντα τὰ ἀγαθὰ καὶ ὃν ἐὰν θέλῃ, ταπεινοῖ, καθὼσ βούλεται. καὶ νῦν, παιδίον, μνημόνευε τῶν ἐντολῶν μου, καὶ μὴ ἐξαλειφθήτωσαν ἐκ τῆσ καρδίασ σου. (Septuagint, Liber Thobis 4:19)
(70인역 성경, 토빗기 4:19)
유의어
-
길
- κέλευθος (길, 도로, 방법)
- οἶμος (길, 도로, 방법)
- ἀτραπός (길, 도로, 로)
- στίβος (길, 궤도, 바퀴 자국)
- τρίβος (길, 도로, 로)
-
길
-
방법