- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νῆμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: nēma 고전 발음: [네:마] 신약 발음: [네마]

기본형: νῆμα νήματος

형태분석: νηματ (어간)

어원: νέω3 to spin

  1. 실, 갈래, 굵은 실, 끈
  2. 견, 비단
  3. 거미줄, 거미집
  1. That which is spun: thread, yarn
  2. silk
  3. a spider's web

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 νῆμα

실이

νήματε

실들이

νήματα

실들이

속격 νήματος

실의

νημάτοιν

실들의

νημάτων

실들의

여격 νήματι

실에게

νημάτοιν

실들에게

νήμασι(ν)

실들에게

대격 νῆμα

실을

νήματε

실들을

νήματα

실들을

호격 νῆμα

실아

νήματε

실들아

νήματα

실들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢν δὲ ἀτενίσῃς, κατόψει καὶ τὰς Μοίρας ἄνω ἐπικλωθούσας ἑκάστῳ τὸν ἄτρακτον, ἀφ οὗ ἠρτῆσθαι συμβέβηκεν ἅπαντας ἐκ λεπτῶν νημάτων. (Lucian, Contemplantes, (no name) 16:1)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 16:1)

  • ὁρῶ πάνυ λεπτὸν ἑκάστῳ νῆμα, ἐπιπεπλεγμένον γε τὰ πολλά, τοῦτο μὲν ἐκείνῳ, ἐκεῖνο δὲ ἄλλῳ. (Lucian, Contemplantes, (no name) 16:3)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 16:3)

  • εἵμαρται γὰρ ἐκείνῳ μὲν ὑπὸ τούτου φονευθῆναι, τούτῳ δὲ ὑπ ἄλλου, καὶ κληρονομῆσαί γε τοῦτον μὲν ἐκείνου, ὅτου ἂν ᾖ μικρότερον τὸ νῆμα, ἐκεῖνον δὲ αὖ τούτου: (Lucian, Contemplantes, (no name) 16:5)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 16:5)

  • εἶθ ὁ μάταιος ἀπεδίδρασκεν, ὡς ἐπιβιῶναι δυνάμενος, ἐπιλελοιπότος ἤδη τοῦ ἐπικεκλωσμένου αὐτῷ νήματος· (Lucian, Cataplus, (no name) 3:14)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 3:14)

  • καίτοι πολλάκις ἐπειράθην τὸ νῆμα διακόψας ἐλθεῖν, ἀλλ οὐκ οἶδ ὅπως ἄρρηκτον ἦν. (Lucian, Cataplus, (no name) 7:4)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 7:4)

  • "ὁ δὲ Πλούτων ἠγανάκτησέν τε καὶ πρὸς τὸν ἀγαγόντα με, οὔπω πεπλήρωται, φησίν, τὸ νῆμα αὐτῷ, ὥστε ἀπίτω. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 22:27)

    (루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 22:27)

  • ἃ δὲ λίνον ἠλακάτᾳ δακτύλοις ἕλισσεν, νῆμα δ ἱέτο πέδῳ, σκύλων Φρυγίων ἐπὶ τύμβον ἀγάλ- ματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ, φάρεα πορφύρεα, δῶρα Κλυταιμήστρᾳ. (Euripides, episode, lyric 2:3)

    (에우리피데스, episode, lyric 2:3)

유의어

  1. 거미줄

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION