Ancient Greek-English Dictionary Language

ναυπηγήσιμος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ναυπηγήσιμος ναυπηγήσιμον

Structure: ναυπηγησιμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from nauphge/w

Sense

  1. useful in shipbuilding

Examples

  • ἔχουσι δ’ ὕλην ἐνταῦθα παμπόλλην ναυπηγήσιμον καὶ μεγαλόδενδρον, ὥστ’ ἐνίων τοῦ πάχουσ τὴν διάμετρον ὀκτὼ ποδῶν εὑρίσκεσθαι· (Strabo, Geography, book 4, chapter 6 4:6)
  • δοκεῖ δ’ ἡ πόλισ εὐτυχῆσαί ποτε, καὶ νῦν οὐκ ἀδοξεῖ διά τε εὐκαρπίαν καὶ τὰ λιθουργεῖα καὶ τὴν ὕλην τὴν ναυπηγήσιμον, ᾗ τὸ μὲν παλαιὸν ἐχρῶντο πρὸσ τοὺσ κατὰ θάλατταν κινδύνουσ· (Strabo, Geography, book 5, chapter 2 10:19)
  • ἔχει δὲ καὶ ἡ Σινωπῖτισ καὶ πᾶσα ἡ μέχρι Βιθυνίασ ὀρεινὴ ἡ ὑπερκειμένη τῆσ λεχθείσησ παραλίασ ναυπηγήσιμον ὕλην ἀγαθὴν καὶ εὐκατακόμιστον. (Strabo, Geography, Book 12, chapter 3 24:4)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION