- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μισητός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: misētos 고전 발음: [미세:또] 신약 발음: [미세또]

기본형: μισητός μισητή μισητόν

형태분석: μισητ (어간) + ος (어미)

  1. 미운, 싫은
  1. hateful

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μισητός

미운 (이)가

μισητή

미운 (이)가

μισητόν

미운 (것)가

속격 μισητοῦ

미운 (이)의

μισητῆς

미운 (이)의

μισητοῦ

미운 (것)의

여격 μισητῷ

미운 (이)에게

μισητῇ

미운 (이)에게

μισητῷ

미운 (것)에게

대격 μισητόν

미운 (이)를

μισητήν

미운 (이)를

μισητόν

미운 (것)를

호격 μισητέ

미운 (이)야

μισητή

미운 (이)야

μισητόν

미운 (것)야

쌍수주/대/호 μισητώ

미운 (이)들이

μισητά

미운 (이)들이

μισητώ

미운 (것)들이

속/여 μισητοῖν

미운 (이)들의

μισηταῖν

미운 (이)들의

μισητοῖν

미운 (것)들의

복수주격 μισητοί

미운 (이)들이

μισηταί

미운 (이)들이

μισητά

미운 (것)들이

속격 μισητῶν

미운 (이)들의

μισητῶν

미운 (이)들의

μισητῶν

미운 (것)들의

여격 μισητοῖς

미운 (이)들에게

μισηταῖς

미운 (이)들에게

μισητοῖς

미운 (것)들에게

대격 μισητούς

미운 (이)들을

μισητάς

미운 (이)들을

μισητά

미운 (것)들을

호격 μισητοί

미운 (이)들아

μισηταί

미운 (이)들아

μισητά

미운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶπε δὲ Ἰακὼβ πρὸς Συμεὼν καὶ Λευί. μισητόν με πεποιήκατε, ὥστε πονηρόν με εἶναι πᾶσι τοῖς κατοικοῦσι τὴν γῆν, ἔν τε τοῖς Χαναναίοις καὶ ἐν τοῖς Φερεζαίοις. ἐγὼ δὲ ὀλιγοστός εἰμι ἐν ἀριθμῷ, καὶ συναχθέντες ἐπ᾿ ἐμὲ συγκόψουσί με, καὶ ἐκτριβήσομαι ἐγὼ καὶ ὁ οἶκός μου. (Septuagint, Liber Genesis 34:30)

    (70인역 성경, 창세기 34:30)

  • ὁ εἰπὼν τὸν ἀσεβῆ. δίκαιός ἐστιν, ἐπικατάρατος λαοῖς ἔσται καὶ μισητὸς εἰς ἔθνη. (Septuagint, Liber Proverbiorum 24:41)

    (70인역 성경, 잠언 24:41)

  • καὶ οἰκέτις ἐὰν ἐκβάλῃ τὴν ἑαυτῆς κυρίαν καὶ μισητὴ γυνὴ ἐὰν τύχῃ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 24:59)

    (70인역 성경, 잠언 24:59)

  • ὥσπερ κύων ὅταν ἐπέλθῃ ἐπὶ τὸν ἑαυτοῦ ἔμετον καὶ μισητὸς γένηται, οὕτως ἄφρων τῇ ἑαυτοῦ κακίᾳ ἀναστρέψας ἐπὶ τὴν ἑαυτοῦ ἁμαρτίαν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 26:11)

    (70인역 성경, 잠언 26:11)

  • ἐν ἴσῳ γὰρ μισητὰ Θεῷ καὶ ὁ ἀσεβῶν καὶ ἡ ἀσέβεια αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sapientiae 14:9)

    (70인역 성경, 지혜서 14:9)

  • ἔστι σιωπῶν εὑρισκόμενος σοφός, καὶ ἔστι μισητὸς ἀπὸ πολλῆς λαλιᾶς. (Septuagint, Liber Sirach 20:4)

    (70인역 성경, Liber Sirach 20:4)

  • ὀλίγα δώσει καὶ πολλὰ ὀνειδίσει καὶ ἀνοίξει τὸ στόμα αὐτοῦ ὡς κῆρυξ. σήμερον δανιεῖ καὶ αὔριον ἀπαιτήσει, μισητὸς ἄνθρωπος ὁ τοιοῦτος. (Septuagint, Liber Sirach 20:14)

    (70인역 성경, Liber Sirach 20:14)

  • ἔστι σοφιζόμενος ἐν λόγοις μισητός, οὗτος πάσης τροφῆς καθυστερήσει. (Septuagint, Liber Sirach 37:20)

    (70인역 성경, Liber Sirach 37:20)

유의어

  1. 미운

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION