Ancient Greek-English Dictionary Language

μισητός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μισητός μισητή μισητόν

Structure: μισητ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. hateful

Examples

  • ὁ εἰπὼν τὸν ἀσεβῆ. δίκαιόσ ἐστιν, ἐπικατάρατοσ λαοῖσ ἔσται καὶ μισητὸσ εἰσ ἔθνη. (Septuagint, Liber Proverbiorum 24:41)
  • ὥσπερ κύων ὅταν ἐπέλθῃ ἐπὶ τὸν ἑαυτοῦ ἔμετον καὶ μισητὸσ γένηται, οὕτωσ ἄφρων τῇ ἑαυτοῦ κακίᾳ ἀναστρέψασ ἐπὶ τὴν ἑαυτοῦ ἁμαρτίαν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 26:11)
  • ἔστι σιωπῶν εὑρισκόμενοσ σοφόσ, καὶ ἔστι μισητὸσ ἀπὸ πολλῆσ λαλιᾶσ. (Septuagint, Liber Sirach 20:4)
  • ὀλίγα δώσει καὶ πολλὰ ὀνειδίσει καὶ ἀνοίξει τὸ στόμα αὐτοῦ ὡσ κῆρυξ. σήμερον δανιεῖ καὶ αὔριον ἀπαιτήσει, μισητὸσ ἄνθρωποσ ὁ τοιοῦτοσ. (Septuagint, Liber Sirach 20:14)
  • ἔστι σοφιζόμενοσ ἐν λόγοισ μισητόσ, οὗτοσ πάσησ τροφῆσ καθυστερήσει. (Septuagint, Liber Sirach 37:20)

Synonyms

  1. hateful

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION