Ancient Greek-English Dictionary Language

μισητός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μισητός μισητή μισητόν

Structure: μισητ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. hateful

Examples

  • νεῶν τ’ ἄπαρχοσ Ἰλίου τ’ ἀναστάτησ οὐκ οἶδεν οἱᾶ γλῶσσα μισητῆσ κυνὸσ λείξασα κἀκτείνασα φαιδρὸν οὖσ, δίκην Ἄτησ λαθραίου, τεύξεται κακῇ τύχῃ. (Aeschylus, Agamemnon, episode 1:19)
  • καί μοι κραδίην ἐπάταξε μέλαιναν ὅττι μοι εὐανθεῖσ ἄλλοι ἔχουσιν ἀγρούσ, οὐδ’ ἐμοὶ ἡμίονοι κύφων’ ἕλκουσιν ἀρότρου, τῆσ μάλα μισητῆσ εἵνεκα ναυτιλίησ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-1389713)
  • τήνδ’ ὑπὸ δύσβωλον θλίβει χθόνα φωτὸσ ἀλιτροῦ ὀστέα μισητῆσ τύμβοσ ὑπὲρ κεφαλῆσ, στέρνα τ’ ἐποκριόεντα, καὶ οὐκ εὐόδμον ὀδόντων πρίονα, καὶ κώλων δούλιον οἰοπέδην, ἄτριχα καὶ κόρσην, Εὐνικίδου ἡμιπύρωτα λείψαν’, ἔτι χλωρῆσ ἔμπλεα τηκεδόνοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4011)

Synonyms

  1. hateful

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION