Ancient Greek-English Dictionary Language

μισητός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μισητός μισητή μισητόν

Structure: μισητ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. hateful

Examples

  • καὶ οἰκέτισ ἐὰν ἐκβάλῃ τὴν ἑαυτῆσ κυρίαν καὶ μισητὴ γυνὴ ἐὰν τύχῃ ἀνδρὸσ ἀγαθοῦ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 24:59)
  • μισητὴ ἔναντι Κυρίου καὶ ἀνθρώπων ὑπερηφανία, καὶ ἐξ ἀμφοτέρων πλημμελήσει ἄδικα. (Septuagint, Liber Sirach 10:7)
  • μισητίαν δὲ οἱ μὲν περὶ Ἀριστοφάνη τὴν εἰσ τὰ ἀφροδίσια ἀκρασίαν, καὶ τὸ περὶ σφυρὸν παχεῖα μισήτη γυνή οὕτωσ ἐξηγοῦνται. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , unknown183)

Synonyms

  1. hateful

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION