헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μετανοέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μετανοέω

형태분석: μετα (접두사) + νοέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뉘우치다, 귀찮아하다
  1. to perceive afterwards or too late
  2. to change one's mind or purpose
  3. to repent

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετανόω

μετανόεις

μετανόει

쌍수 μετανόειτον

μετανόειτον

복수 μετανόουμεν

μετανόειτε

μετανόουσιν*

접속법단수 μετανόω

μετανόῃς

μετανόῃ

쌍수 μετανόητον

μετανόητον

복수 μετανόωμεν

μετανόητε

μετανόωσιν*

기원법단수 μετανόοιμι

μετανόοις

μετανόοι

쌍수 μετανόοιτον

μετανοοίτην

복수 μετανόοιμεν

μετανόοιτε

μετανόοιεν

명령법단수 μετανο͂ει

μετανοεῖτω

쌍수 μετανόειτον

μετανοεῖτων

복수 μετανόειτε

μετανοοῦντων, μετανοεῖτωσαν

부정사 μετανόειν

분사 남성여성중성
μετανοων

μετανοουντος

μετανοουσα

μετανοουσης

μετανοουν

μετανοουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετανόουμαι

μετανόει, μετανόῃ

μετανόειται

쌍수 μετανόεισθον

μετανόεισθον

복수 μετανοοῦμεθα

μετανόεισθε

μετανόουνται

접속법단수 μετανόωμαι

μετανόῃ

μετανόηται

쌍수 μετανόησθον

μετανόησθον

복수 μετανοώμεθα

μετανόησθε

μετανόωνται

기원법단수 μετανοοίμην

μετανόοιο

μετανόοιτο

쌍수 μετανόοισθον

μετανοοίσθην

복수 μετανοοίμεθα

μετανόοισθε

μετανόοιντο

명령법단수 μετανόου

μετανοεῖσθω

쌍수 μετανόεισθον

μετανοεῖσθων

복수 μετανόεισθε

μετανοεῖσθων, μετανοεῖσθωσαν

부정사 μετανόεισθαι

분사 남성여성중성
μετανοουμενος

μετανοουμενου

μετανοουμενη

μετανοουμενης

μετανοουμενον

μετανοουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετανοήσω

μετανοήσεις

μετανοήσει

쌍수 μετανοήσετον

μετανοήσετον

복수 μετανοήσομεν

μετανοήσετε

μετανοήσουσιν*

기원법단수 μετανοήσοιμι

μετανοήσοις

μετανοήσοι

쌍수 μετανοήσοιτον

μετανοησοίτην

복수 μετανοήσοιμεν

μετανοήσοιτε

μετανοήσοιεν

부정사 μετανοήσειν

분사 남성여성중성
μετανοησων

μετανοησοντος

μετανοησουσα

μετανοησουσης

μετανοησον

μετανοησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετανοήσομαι

μετανοήσει, μετανοήσῃ

μετανοήσεται

쌍수 μετανοήσεσθον

μετανοήσεσθον

복수 μετανοησόμεθα

μετανοήσεσθε

μετανοήσονται

기원법단수 μετανοησοίμην

μετανοήσοιο

μετανοήσοιτο

쌍수 μετανοήσοισθον

μετανοησοίσθην

복수 μετανοησοίμεθα

μετανοήσοισθε

μετανοήσοιντο

부정사 μετανοήσεσθαι

분사 남성여성중성
μετανοησομενος

μετανοησομενου

μετανοησομενη

μετανοησομενης

μετανοησομενον

μετανοησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to perceive afterwards or too late

  2. to change one's mind or purpose

  3. 뉘우치다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION