Ancient Greek-English Dictionary Language

λεκτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λεκτικός λεκτική λεκτικόν

Structure: λεκτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: le/gw3

Sense

  1. good at speaking, able to speak
  2. related to expression, stylistic

Examples

  • ποιήσομαι δὲ οὐ χωρὶσ ὑπὲρ ἑκάστησ ἰδέασ τὸν λόγον, ὑποτάττων αὐταῖσ τὴν Θουκυδίδου λέξιν, ἀλλὰ κατὰ περιοχάσ τινασ καὶ τόπουσ, μέρη λαμβάνων τῆσ τε διηγήσεωσ καὶ τῶν ῥητορειῶν καὶ παρατιθεὶσ τοῖσ τε πραγματικοῖσ καὶ τοῖσ λεκτικοῖσ κατορθώμασιν ἢ ἁμαρτήμασι τὰσ αἰτίασ, δι’ ἃσ τοιαῦτά ἐστι· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 252)
  • τοῖσ μὲν γὰρ λεκτικοῖσ τῶν λόγων ἁπλῶσ καὶ ὁμοίωσ οἷσ ἂν ἐκ τοῦ παραχρῆμά τισ εἴποι πρέπει γεγράφθαι, τοῖσ δ’ εἰσ τὸν πλείω χρόνον τεθησομένοισ ποιητικῶσ καὶ περιττῶσ ἁρμόττει συγκεῖσθαι· (Demosthenes, Speeches 51-61, 3:3)

Synonyms

  1. good at speaking

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION