- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κυνοκέφαλος?

2군 변화 명사; 남성 동물 로마알파벳 전사: kynokephalos 고전 발음: [뀌노께팔로] 신약 발음: [뀌노깨팔로]

기본형: κυνοκέφαλος κυνοκέφαλου

형태분석: κυνοκεφαλ (어간) + ος (어미)

어원: κεφαλή

  1. 개코원숭이, 비비
  1. baboon

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κυνοκέφαλος

개코원숭이가

κυνοκεφάλω

개코원숭이들이

κυνοκέφαλοι

개코원숭이들이

속격 κυνοκεφάλου

개코원숭이의

κυνοκεφάλοιν

개코원숭이들의

κυνοκεφάλων

개코원숭이들의

여격 κυνοκεφάλῳ

개코원숭이에게

κυνοκεφάλοιν

개코원숭이들에게

κυνοκεφάλοις

개코원숭이들에게

대격 κυνοκέφαλον

개코원숭이를

κυνοκεφάλω

개코원숭이들을

κυνοκεφάλους

개코원숭이들을

호격 κυνοκέφαλε

개코원숭이야

κυνοκεφάλω

개코원숭이들아

κυνοκέφαλοι

개코원숭이들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δ ὀνομαζόμενοι κυνοκέφαλοι τοῖς μὲν σώμασιν ἀνθρώποις δυσειδέσι παρεμφερεῖς εἰσι, ταῖς δὲ φωναῖς μυγμοὺς ἀνθρωπίνους προϊένται. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 35 5:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 35 5:1)

  • καὶ γὰρ οἱ ὄφιες οἱ ὑπερμεγάθεες καὶ οἱ λέοντες κατὰ τούτους εἰσὶ καὶ οἱ ἐλέφαντές τε καὶ ἄρκτοι καὶ ἀσπίδες τε καὶ ὄνοι οἱ τὰ κέρεα ἔχοντες καὶ οἱ κυνοκέφαλοι καὶ οἱ ἀκέφαλοι οἱ ἐν τοῖσι στήθεσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες, ὡς δὴ λέγονταί γε ὑπὸ Λιβύων, καὶ οἱ ἄγριοι ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἄγριαι, καὶ ἄλλα πλήθεϊ πολλὰ θηρία ἀκατάψευστα. (Herodotus, The Histories, book 4, chapter 191 5:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 4, chapter 191 5:1)

  • γίνονται δέ, φησί, καὶ σφίγγες καὶ κυνοκέφαλοι καὶ κῆβοι λέοντος μὲν πρόσωπον ἔχοντες τὸ δὲ λοιπὸν σῶμα πάνθηρος, μέγεθος δὲ δορκάδος: (Strabo, Geography, book 16, chapter 4 31:8)

    (스트라본, 지리학, book 16, chapter 4 31:8)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION