- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κυνάριον?

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: kynarion 고전 발음: [뀌나리온] 신약 발음: [뀌나리온]

기본형: κυνάριον κυνάριου

형태분석: κυναρι (어간) + ον (어미)

어원: κύων의 지소사

  1. 동물의 새끼, 작은개 자리의 첫째 별, 강아지
  1. a little dog, whelp

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κυνάριον

동물의 새끼가

κυναρίω

동물의 새끼들이

κυνάρια

동물의 새끼들이

속격 κυναρίου

동물의 새끼의

κυναρίοιν

동물의 새끼들의

κυναρίων

동물의 새끼들의

여격 κυναρίῳ

동물의 새끼에게

κυναρίοιν

동물의 새끼들에게

κυναρίοις

동물의 새끼들에게

대격 κυνάριον

동물의 새끼를

κυναρίω

동물의 새끼들을

κυνάρια

동물의 새끼들을

호격 κυνάριον

동물의 새끼야

κυναρίω

동물의 새끼들아

κυνάρια

동물의 새끼들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπιχωριάζειν δὲ παρ αὐτοῖς διὰ τὴν τρυφὴν ἀνθρωπάρια μικρὰ καὶ τοὺς σκωπαίους,4 ὥς φησιν ὁ Τίμαιος,5 τοὺς καλουμένους παρά τισι στίλπωνας καὶ κυνάρια Μελιταῖα, ἅπερ αὐτοῖς καὶ ἕπεσθαι εἰς τὰ γυμνάσια. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 162)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 162)

  • Τιμόθεος Κυναρίῳ: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 42 3:9)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 42 3:9)

  • ὡς δ ἐπανῆλθον οἱ περὶ τὸν Ξενοκλέα τοῦ μὲν τείχους εἰληφότες μέτρα καὶ τοῦ τόπου τὴν φύσιν ἀπαγγέλλοντες οὐκ ἄπορον οὐδὲ χαλεπήν, τὸ δὲ λαθεῖν προσελθόντας ἐργῶδες εἶναι φάσκοντες ὑπὸ κηπουροῦ τινος κυναρίων, μικρῶν μέν, ἐκτόπως δὲ μαχίμων καὶ ἀπαρηγορήτων, εὐθὺς ἐνίστατο τὴν πρᾶξιν. (Plutarch, Aratus, chapter 5 5:1)

    (플루타르코스, Aratus, chapter 5 5:1)

  • ἐνταῦθα Καφισίας ἀπήντησεν αὐτῷ, τῶν μὲν κυναρίων οὐ κρατήσας ἔφθη γὰρ ἀποπηδήσαντα, τὸν δὲ κηπουρὸν ἐγκεκλεικώς. (Plutarch, Aratus, chapter 7 3:1)

    (플루타르코스, Aratus, chapter 7 3:1)

  • ἅμα δὲ τοὺς τὰς κλίμακας φέροντας προπέμψας, ὧν Ἔκδηλος ἡγεῖτο καὶ Μνασίθεος, αὐτὸς ἐπηκολούθει σχολαίως, ἤδη τῶν κυναρίων εὐτόνως ὑλακτούντων καὶ συμπαρατρεχόντων τοῖς περὶ τὸν Ἔκδηλον. (Plutarch, Aratus, chapter 7 4:1)

    (플루타르코스, Aratus, chapter 7 4:1)

  • δὸς ἱππάριον καλὸν ἢ κυνάριον: (Epictetus, Works, book 3, 13:4)

    (에픽테토스, Works, book 3, 13:4)

  • ἀπὸ τῶν μικροτάτων, ἀπὸ τῶν εὐεπηρεαστοτάτων ἀρξάμενος, ἀπὸ χύτρας, ἀπὸ ποτηρίου, εἶθ οὕτως ἐπὶ χιτωνάριον πρόσελθε, ἐπὶ κυνάριον, ἐπὶ ἱππάριον, ἐπὶ ἀγρίδιον: (Epictetus, Works, book 4, 111:1)

    (에픽테토스, Works, book 4, 111:1)

유의어

  1. 동물의 새끼

관련어

명사

형용사

동사

감탄사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION