헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλύζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κλύζω

형태분석: κλύζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to dash over, to dash like a wave, to be dashed up, to rise in waves
  2. to wash off or away
  3. to wash or rinse out
  4. to put water, and so cleanse
  5. washed over or coated

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κλύζω

κλύζεις

κλύζει

쌍수 κλύζετον

κλύζετον

복수 κλύζομεν

κλύζετε

κλύζουσιν*

접속법단수 κλύζω

κλύζῃς

κλύζῃ

쌍수 κλύζητον

κλύζητον

복수 κλύζωμεν

κλύζητε

κλύζωσιν*

기원법단수 κλύζοιμι

κλύζοις

κλύζοι

쌍수 κλύζοιτον

κλυζοίτην

복수 κλύζοιμεν

κλύζοιτε

κλύζοιεν

명령법단수 κλύζε

κλυζέτω

쌍수 κλύζετον

κλυζέτων

복수 κλύζετε

κλυζόντων, κλυζέτωσαν

부정사 κλύζειν

분사 남성여성중성
κλυζων

κλυζοντος

κλυζουσα

κλυζουσης

κλυζον

κλυζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κλύζομαι

κλύζει, κλύζῃ

κλύζεται

쌍수 κλύζεσθον

κλύζεσθον

복수 κλυζόμεθα

κλύζεσθε

κλύζονται

접속법단수 κλύζωμαι

κλύζῃ

κλύζηται

쌍수 κλύζησθον

κλύζησθον

복수 κλυζώμεθα

κλύζησθε

κλύζωνται

기원법단수 κλυζοίμην

κλύζοιο

κλύζοιτο

쌍수 κλύζοισθον

κλυζοίσθην

복수 κλυζοίμεθα

κλύζοισθε

κλύζοιντο

명령법단수 κλύζου

κλυζέσθω

쌍수 κλύζεσθον

κλυζέσθων

복수 κλύζεσθε

κλυζέσθων, κλυζέσθωσαν

부정사 κλύζεσθαι

분사 남성여성중성
κλυζομενος

κλυζομενου

κλυζομενη

κλυζομενης

κλυζομενον

κλυζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • θάλασσα κλύζει πάντα τἀνθρώπων κακά. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode48)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode48)

  • λαμπρὸσ δ’ ἐοίκεν ἡλίου πρὸσ ἀντολὰσ πνέων ἐσᾴξειν, ὥστε κύματοσ δίκην κλύζειν πρὸσ αὐγὰσ τοῦδε πήματοσ πολὺ μεῖζον· (Aeschylus, Agamemnon, episode2)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode2)

  • ἀτὰρ τρύφοσ ἄλλο μὲν αὐτὸσ ἄμφω χερσὶν ἔχων πέσε δόχμιοσ, ἄλλο δὲ πόντοσ κλύζε παλιρροθίοισι φέρων. (Apollodorus, Argonautica, book 1 20:12)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 1 20:12)

  • ἢν δὲ καὶ πολλῶν ἡμερῶν ἡ γαστὴρ ἐπίσχηται, κλύζειν χρὴ μελικρή τῳ, καὶ ἐλαίῳ, καὶ νίτρῳ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 68)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 68)

  • ἀτὰρ καὶ τῶν τρεφόντων ἔστωσαν ὀσμαὶ, ἀλφίτων ξὺν ὕδατι δευθέντων, ἢ ὄξεϊ· ἄρτων θερμῶν νεοπέπτων · οἴνῳ δὲ μὴ κάρτα κλύζειν στόμα, μηδὲ ἅμα εἴργειν. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 143)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 143)

유의어

  1. to wash off or away

  2. to wash or rinse out

  3. to put water

  4. washed over or coated

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION