헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατορύσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατορύσσω κατορύξω

형태분석: κατ (접두사) + ὀρύσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 묻히다, 땅에 묻다, 심다
  1. to bury in the earth, buried

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατορύσσω

(나는) 묻힌다

κατορύσσεις

(너는) 묻힌다

κατορύσσει

(그는) 묻힌다

쌍수 κατορύσσετον

(너희 둘은) 묻힌다

κατορύσσετον

(그 둘은) 묻힌다

복수 κατορύσσομεν

(우리는) 묻힌다

κατορύσσετε

(너희는) 묻힌다

κατορύσσουσιν*

(그들은) 묻힌다

접속법단수 κατορύσσω

(나는) 묻히자

κατορύσσῃς

(너는) 묻히자

κατορύσσῃ

(그는) 묻히자

쌍수 κατορύσσητον

(너희 둘은) 묻히자

κατορύσσητον

(그 둘은) 묻히자

복수 κατορύσσωμεν

(우리는) 묻히자

κατορύσσητε

(너희는) 묻히자

κατορύσσωσιν*

(그들은) 묻히자

기원법단수 κατορύσσοιμι

(나는) 묻히기를 (바라다)

κατορύσσοις

(너는) 묻히기를 (바라다)

κατορύσσοι

(그는) 묻히기를 (바라다)

쌍수 κατορύσσοιτον

(너희 둘은) 묻히기를 (바라다)

κατορυσσοίτην

(그 둘은) 묻히기를 (바라다)

복수 κατορύσσοιμεν

(우리는) 묻히기를 (바라다)

κατορύσσοιτε

(너희는) 묻히기를 (바라다)

κατορύσσοιεν

(그들은) 묻히기를 (바라다)

명령법단수 κατόρυσσε

(너는) 묻혀라

κατορυσσέτω

(그는) 묻혀라

쌍수 κατορύσσετον

(너희 둘은) 묻혀라

κατορυσσέτων

(그 둘은) 묻혀라

복수 κατορύσσετε

(너희는) 묻혀라

κατορυσσόντων, κατορυσσέτωσαν

(그들은) 묻혀라

부정사 κατορύσσειν

묻히는 것

분사 남성여성중성
κατορυσσων

κατορυσσοντος

κατορυσσουσα

κατορυσσουσης

κατορυσσον

κατορυσσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατορύσσομαι

κατορύσσει, κατορύσσῃ

κατορύσσεται

쌍수 κατορύσσεσθον

κατορύσσεσθον

복수 κατορυσσόμεθα

κατορύσσεσθε

κατορύσσονται

접속법단수 κατορύσσωμαι

κατορύσσῃ

κατορύσσηται

쌍수 κατορύσσησθον

κατορύσσησθον

복수 κατορυσσώμεθα

κατορύσσησθε

κατορύσσωνται

기원법단수 κατορυσσοίμην

κατορύσσοιο

κατορύσσοιτο

쌍수 κατορύσσοισθον

κατορυσσοίσθην

복수 κατορυσσοίμεθα

κατορύσσοισθε

κατορύσσοιντο

명령법단수 κατορύσσου

κατορυσσέσθω

쌍수 κατορύσσεσθον

κατορυσσέσθων

복수 κατορύσσεσθε

κατορυσσέσθων, κατορυσσέσθωσαν

부정사 κατορύσσεσθαι

분사 남성여성중성
κατορυσσομενος

κατορυσσομενου

κατορυσσομενη

κατορυσσομενης

κατορυσσομενον

κατορυσσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῶρυσσον

(나는) 묻히고 있었다

κατῶρυσσες

(너는) 묻히고 있었다

κατῶρυσσεν*

(그는) 묻히고 있었다

쌍수 κατώρυσσετον

(너희 둘은) 묻히고 있었다

κατωρῦσσετην

(그 둘은) 묻히고 있었다

복수 κατώρυσσομεν

(우리는) 묻히고 있었다

κατώρυσσετε

(너희는) 묻히고 있었다

κατῶρυσσον

(그들은) 묻히고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατωρῦσσομην

κατώρυσσου

κατώρυσσετο

쌍수 κατώρυσσεσθον

κατωρῦσσεσθην

복수 κατωρῦσσομεθα

κατώρυσσεσθε

κατώρυσσοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ’ εἴ τισ ἂν ἁμάρτῃ αὑτῶν, ζῶσα κατορύσσεται· (Plutarch, Tiberius Gracchus, chapter 15 4:3)

    (플루타르코스, Tiberius Gracchus, chapter 15 4:3)

유의어

  1. 묻히다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION