헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιορύσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιορύσσω περιορύξω

형태분석: περι (접두사) + ὀρύσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 파다, 돌다, ~앞을 파다, 뚫다
  1. to dig round, to dig, round
  2. to dig up around
  3. to dig out around

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιορύσσω

(나는) 판다

περιορύσσεις

(너는) 판다

περιορύσσει

(그는) 판다

쌍수 περιορύσσετον

(너희 둘은) 판다

περιορύσσετον

(그 둘은) 판다

복수 περιορύσσομεν

(우리는) 판다

περιορύσσετε

(너희는) 판다

περιορύσσουσιν*

(그들은) 판다

접속법단수 περιορύσσω

(나는) 파자

περιορύσσῃς

(너는) 파자

περιορύσσῃ

(그는) 파자

쌍수 περιορύσσητον

(너희 둘은) 파자

περιορύσσητον

(그 둘은) 파자

복수 περιορύσσωμεν

(우리는) 파자

περιορύσσητε

(너희는) 파자

περιορύσσωσιν*

(그들은) 파자

기원법단수 περιορύσσοιμι

(나는) 파기를 (바라다)

περιορύσσοις

(너는) 파기를 (바라다)

περιορύσσοι

(그는) 파기를 (바라다)

쌍수 περιορύσσοιτον

(너희 둘은) 파기를 (바라다)

περιορυσσοίτην

(그 둘은) 파기를 (바라다)

복수 περιορύσσοιμεν

(우리는) 파기를 (바라다)

περιορύσσοιτε

(너희는) 파기를 (바라다)

περιορύσσοιεν

(그들은) 파기를 (바라다)

명령법단수 περιόρυσσε

(너는) 파라

περιορυσσέτω

(그는) 파라

쌍수 περιορύσσετον

(너희 둘은) 파라

περιορυσσέτων

(그 둘은) 파라

복수 περιορύσσετε

(너희는) 파라

περιορυσσόντων, περιορυσσέτωσαν

(그들은) 파라

부정사 περιορύσσειν

파는 것

분사 남성여성중성
περιορυσσων

περιορυσσοντος

περιορυσσουσα

περιορυσσουσης

περιορυσσον

περιορυσσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιορύσσομαι

(나는) 파여진다

περιορύσσει, περιορύσσῃ

(너는) 파여진다

περιορύσσεται

(그는) 파여진다

쌍수 περιορύσσεσθον

(너희 둘은) 파여진다

περιορύσσεσθον

(그 둘은) 파여진다

복수 περιορυσσόμεθα

(우리는) 파여진다

περιορύσσεσθε

(너희는) 파여진다

περιορύσσονται

(그들은) 파여진다

접속법단수 περιορύσσωμαι

(나는) 파여지자

περιορύσσῃ

(너는) 파여지자

περιορύσσηται

(그는) 파여지자

쌍수 περιορύσσησθον

(너희 둘은) 파여지자

περιορύσσησθον

(그 둘은) 파여지자

복수 περιορυσσώμεθα

(우리는) 파여지자

περιορύσσησθε

(너희는) 파여지자

περιορύσσωνται

(그들은) 파여지자

기원법단수 περιορυσσοίμην

(나는) 파여지기를 (바라다)

περιορύσσοιο

(너는) 파여지기를 (바라다)

περιορύσσοιτο

(그는) 파여지기를 (바라다)

쌍수 περιορύσσοισθον

(너희 둘은) 파여지기를 (바라다)

περιορυσσοίσθην

(그 둘은) 파여지기를 (바라다)

복수 περιορυσσοίμεθα

(우리는) 파여지기를 (바라다)

περιορύσσοισθε

(너희는) 파여지기를 (바라다)

περιορύσσοιντο

(그들은) 파여지기를 (바라다)

명령법단수 περιορύσσου

(너는) 파여져라

περιορυσσέσθω

(그는) 파여져라

쌍수 περιορύσσεσθον

(너희 둘은) 파여져라

περιορυσσέσθων

(그 둘은) 파여져라

복수 περιορύσσεσθε

(너희는) 파여져라

περιορυσσέσθων, περιορυσσέσθωσαν

(그들은) 파여져라

부정사 περιορύσσεσθαι

파여지는 것

분사 남성여성중성
περιορυσσομενος

περιορυσσομενου

περιορυσσομενη

περιορυσσομενης

περιορυσσομενον

περιορυσσομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιορύξω

(나는) 파겠다

περιορύξεις

(너는) 파겠다

περιορύξει

(그는) 파겠다

쌍수 περιορύξετον

(너희 둘은) 파겠다

περιορύξετον

(그 둘은) 파겠다

복수 περιορύξομεν

(우리는) 파겠다

περιορύξετε

(너희는) 파겠다

περιορύξουσιν*

(그들은) 파겠다

기원법단수 περιορύξοιμι

(나는) 파겠기를 (바라다)

περιορύξοις

(너는) 파겠기를 (바라다)

περιορύξοι

(그는) 파겠기를 (바라다)

쌍수 περιορύξοιτον

(너희 둘은) 파겠기를 (바라다)

περιορυξοίτην

(그 둘은) 파겠기를 (바라다)

복수 περιορύξοιμεν

(우리는) 파겠기를 (바라다)

περιορύξοιτε

(너희는) 파겠기를 (바라다)

περιορύξοιεν

(그들은) 파겠기를 (바라다)

부정사 περιορύξειν

팔 것

분사 남성여성중성
περιορυξων

περιορυξοντος

περιορυξουσα

περιορυξουσης

περιορυξον

περιορυξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιορύξομαι

(나는) 파여지겠다

περιορύξει, περιορύξῃ

(너는) 파여지겠다

περιορύξεται

(그는) 파여지겠다

쌍수 περιορύξεσθον

(너희 둘은) 파여지겠다

περιορύξεσθον

(그 둘은) 파여지겠다

복수 περιορυξόμεθα

(우리는) 파여지겠다

περιορύξεσθε

(너희는) 파여지겠다

περιορύξονται

(그들은) 파여지겠다

기원법단수 περιορυξοίμην

(나는) 파여지겠기를 (바라다)

περιορύξοιο

(너는) 파여지겠기를 (바라다)

περιορύξοιτο

(그는) 파여지겠기를 (바라다)

쌍수 περιορύξοισθον

(너희 둘은) 파여지겠기를 (바라다)

περιορυξοίσθην

(그 둘은) 파여지겠기를 (바라다)

복수 περιορυξοίμεθα

(우리는) 파여지겠기를 (바라다)

περιορύξοισθε

(너희는) 파여지겠기를 (바라다)

περιορύξοιντο

(그들은) 파여지겠기를 (바라다)

부정사 περιορύξεσθαι

파여질 것

분사 남성여성중성
περιορυξομενος

περιορυξομενου

περιορυξομενη

περιορυξομενης

περιορυξομενον

περιορυξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιῶρυσσον

(나는) 파고 있었다

περιῶρυσσες

(너는) 파고 있었다

περιῶρυσσεν*

(그는) 파고 있었다

쌍수 περιώρυσσετον

(너희 둘은) 파고 있었다

περιωρῦσσετην

(그 둘은) 파고 있었다

복수 περιώρυσσομεν

(우리는) 파고 있었다

περιώρυσσετε

(너희는) 파고 있었다

περιῶρυσσον

(그들은) 파고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιωρῦσσομην

(나는) 파여지고 있었다

περιώρυσσου

(너는) 파여지고 있었다

περιώρυσσετο

(그는) 파여지고 있었다

쌍수 περιώρυσσεσθον

(너희 둘은) 파여지고 있었다

περιωρῦσσεσθην

(그 둘은) 파여지고 있었다

복수 περιωρῦσσομεθα

(우리는) 파여지고 있었다

περιώρυσσεσθε

(너희는) 파여지고 있었다

περιώρυσσοντο

(그들은) 파여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κύκλῳ πᾶσαν αὐτὴν περιορύσσουσιν, ὡσ εἶναι τὸ κρυπτόμενον τῆσ ῥίζησ βραχύτατον. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 211:2)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 211:2)

유의어

  1. 파다

  2. to dig up around

  3. to dig out around

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION