헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατοικέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατοικέω κατοικήσω κατῴκησα κατῴκηκα κατῴκημαι κατῳκήθην

형태분석: κατ (접두사) + οἰκέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 개척하다, 정착하다
  2. 살다, 잡다, 마무르다
  1. to dwell in, to settle in, to colonise
  2. (absolute) to settle, dwell

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοίκω

(나는) 개척한다

κατοίκεις

(너는) 개척한다

κατοίκει

(그는) 개척한다

쌍수 κατοίκειτον

(너희 둘은) 개척한다

κατοίκειτον

(그 둘은) 개척한다

복수 κατοίκουμεν

(우리는) 개척한다

κατοίκειτε

(너희는) 개척한다

κατοίκουσιν*

(그들은) 개척한다

접속법단수 κατοίκω

(나는) 개척하자

κατοίκῃς

(너는) 개척하자

κατοίκῃ

(그는) 개척하자

쌍수 κατοίκητον

(너희 둘은) 개척하자

κατοίκητον

(그 둘은) 개척하자

복수 κατοίκωμεν

(우리는) 개척하자

κατοίκητε

(너희는) 개척하자

κατοίκωσιν*

(그들은) 개척하자

기원법단수 κατοίκοιμι

(나는) 개척하기를 (바라다)

κατοίκοις

(너는) 개척하기를 (바라다)

κατοίκοι

(그는) 개척하기를 (바라다)

쌍수 κατοίκοιτον

(너희 둘은) 개척하기를 (바라다)

κατοικοίτην

(그 둘은) 개척하기를 (바라다)

복수 κατοίκοιμεν

(우리는) 개척하기를 (바라다)

κατοίκοιτε

(너희는) 개척하기를 (바라다)

κατοίκοιεν

(그들은) 개척하기를 (바라다)

명령법단수 κατοῖκει

(너는) 개척해라

κατοικεῖτω

(그는) 개척해라

쌍수 κατοίκειτον

(너희 둘은) 개척해라

κατοικεῖτων

(그 둘은) 개척해라

복수 κατοίκειτε

(너희는) 개척해라

κατοικοῦντων, κατοικεῖτωσαν

(그들은) 개척해라

부정사 κατοίκειν

개척하는 것

분사 남성여성중성
κατοικων

κατοικουντος

κατοικουσα

κατοικουσης

κατοικουν

κατοικουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοίκουμαι

(나는) 개척된다

κατοίκει, κατοίκῃ

(너는) 개척된다

κατοίκειται

(그는) 개척된다

쌍수 κατοίκεισθον

(너희 둘은) 개척된다

κατοίκεισθον

(그 둘은) 개척된다

복수 κατοικοῦμεθα

(우리는) 개척된다

κατοίκεισθε

(너희는) 개척된다

κατοίκουνται

(그들은) 개척된다

접속법단수 κατοίκωμαι

(나는) 개척되자

κατοίκῃ

(너는) 개척되자

κατοίκηται

(그는) 개척되자

쌍수 κατοίκησθον

(너희 둘은) 개척되자

κατοίκησθον

(그 둘은) 개척되자

복수 κατοικώμεθα

(우리는) 개척되자

κατοίκησθε

(너희는) 개척되자

κατοίκωνται

(그들은) 개척되자

기원법단수 κατοικοίμην

(나는) 개척되기를 (바라다)

κατοίκοιο

(너는) 개척되기를 (바라다)

κατοίκοιτο

(그는) 개척되기를 (바라다)

쌍수 κατοίκοισθον

(너희 둘은) 개척되기를 (바라다)

κατοικοίσθην

(그 둘은) 개척되기를 (바라다)

복수 κατοικοίμεθα

(우리는) 개척되기를 (바라다)

κατοίκοισθε

(너희는) 개척되기를 (바라다)

κατοίκοιντο

(그들은) 개척되기를 (바라다)

명령법단수 κατοίκου

(너는) 개척되어라

κατοικεῖσθω

(그는) 개척되어라

쌍수 κατοίκεισθον

(너희 둘은) 개척되어라

κατοικεῖσθων

(그 둘은) 개척되어라

복수 κατοίκεισθε

(너희는) 개척되어라

κατοικεῖσθων, κατοικεῖσθωσαν

(그들은) 개척되어라

부정사 κατοίκεισθαι

개척되는 것

분사 남성여성중성
κατοικουμενος

κατοικουμενου

κατοικουμενη

κατοικουμενης

κατοικουμενον

κατοικουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοικήσω

(나는) 개척하겠다

κατοικήσεις

(너는) 개척하겠다

κατοικήσει

(그는) 개척하겠다

쌍수 κατοικήσετον

(너희 둘은) 개척하겠다

κατοικήσετον

(그 둘은) 개척하겠다

복수 κατοικήσομεν

(우리는) 개척하겠다

κατοικήσετε

(너희는) 개척하겠다

κατοικήσουσιν*

(그들은) 개척하겠다

기원법단수 κατοικήσοιμι

(나는) 개척하겠기를 (바라다)

κατοικήσοις

(너는) 개척하겠기를 (바라다)

κατοικήσοι

(그는) 개척하겠기를 (바라다)

쌍수 κατοικήσοιτον

(너희 둘은) 개척하겠기를 (바라다)

κατοικησοίτην

(그 둘은) 개척하겠기를 (바라다)

복수 κατοικήσοιμεν

(우리는) 개척하겠기를 (바라다)

κατοικήσοιτε

(너희는) 개척하겠기를 (바라다)

κατοικήσοιεν

(그들은) 개척하겠기를 (바라다)

부정사 κατοικήσειν

개척할 것

분사 남성여성중성
κατοικησων

κατοικησοντος

κατοικησουσα

κατοικησουσης

κατοικησον

κατοικησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοικήσομαι

(나는) 개척되겠다

κατοικήσει, κατοικήσῃ

(너는) 개척되겠다

κατοικήσεται

(그는) 개척되겠다

쌍수 κατοικήσεσθον

(너희 둘은) 개척되겠다

κατοικήσεσθον

(그 둘은) 개척되겠다

복수 κατοικησόμεθα

(우리는) 개척되겠다

κατοικήσεσθε

(너희는) 개척되겠다

κατοικήσονται

(그들은) 개척되겠다

기원법단수 κατοικησοίμην

(나는) 개척되겠기를 (바라다)

κατοικήσοιο

(너는) 개척되겠기를 (바라다)

κατοικήσοιτο

(그는) 개척되겠기를 (바라다)

쌍수 κατοικήσοισθον

(너희 둘은) 개척되겠기를 (바라다)

κατοικησοίσθην

(그 둘은) 개척되겠기를 (바라다)

복수 κατοικησοίμεθα

(우리는) 개척되겠기를 (바라다)

κατοικήσοισθε

(너희는) 개척되겠기를 (바라다)

κατοικήσοιντο

(그들은) 개척되겠기를 (바라다)

부정사 κατοικήσεσθαι

개척될 것

분사 남성여성중성
κατοικησομενος

κατοικησομενου

κατοικησομενη

κατοικησομενης

κατοικησομενον

κατοικησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῷκουν

(나는) 개척하고 있었다

κατῷκεις

(너는) 개척하고 있었다

κατῷκειν*

(그는) 개척하고 있었다

쌍수 κατῴκειτον

(너희 둘은) 개척하고 있었다

κατῳκεῖτην

(그 둘은) 개척하고 있었다

복수 κατῴκουμεν

(우리는) 개척하고 있었다

κατῴκειτε

(너희는) 개척하고 있었다

κατῷκουν

(그들은) 개척하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῳκοῦμην

(나는) 개척되고 있었다

κατῴκου

(너는) 개척되고 있었다

κατῴκειτο

(그는) 개척되고 있었다

쌍수 κατῴκεισθον

(너희 둘은) 개척되고 있었다

κατῳκεῖσθην

(그 둘은) 개척되고 있었다

복수 κατῳκοῦμεθα

(우리는) 개척되고 있었다

κατῴκεισθε

(너희는) 개척되고 있었다

κατῴκουντο

(그들은) 개척되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῷκησα

(나는) 개척했다

κατῷκησας

(너는) 개척했다

κατῷκησεν*

(그는) 개척했다

쌍수 κατῴκησατον

(너희 둘은) 개척했다

κατῳκῆσατην

(그 둘은) 개척했다

복수 κατῴκησαμεν

(우리는) 개척했다

κατῴκησατε

(너희는) 개척했다

κατῷκησαν

(그들은) 개척했다

접속법단수 κατοικήσω

(나는) 개척했자

κατοικήσῃς

(너는) 개척했자

κατοικήσῃ

(그는) 개척했자

쌍수 κατοικήσητον

(너희 둘은) 개척했자

κατοικήσητον

(그 둘은) 개척했자

복수 κατοικήσωμεν

(우리는) 개척했자

κατοικήσητε

(너희는) 개척했자

κατοικήσωσιν*

(그들은) 개척했자

기원법단수 κατοικήσαιμι

(나는) 개척했기를 (바라다)

κατοικήσαις

(너는) 개척했기를 (바라다)

κατοικήσαι

(그는) 개척했기를 (바라다)

쌍수 κατοικήσαιτον

(너희 둘은) 개척했기를 (바라다)

κατοικησαίτην

(그 둘은) 개척했기를 (바라다)

복수 κατοικήσαιμεν

(우리는) 개척했기를 (바라다)

κατοικήσαιτε

(너희는) 개척했기를 (바라다)

κατοικήσαιεν

(그들은) 개척했기를 (바라다)

명령법단수 κατοίκησον

(너는) 개척했어라

κατοικησάτω

(그는) 개척했어라

쌍수 κατοικήσατον

(너희 둘은) 개척했어라

κατοικησάτων

(그 둘은) 개척했어라

복수 κατοικήσατε

(너희는) 개척했어라

κατοικησάντων

(그들은) 개척했어라

부정사 κατοικήσαι

개척했는 것

분사 남성여성중성
κατοικησᾱς

κατοικησαντος

κατοικησᾱσα

κατοικησᾱσης

κατοικησαν

κατοικησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῳκῆσαμην

(나는) 개척되었다

κατῴκησω

(너는) 개척되었다

κατῴκησατο

(그는) 개척되었다

쌍수 κατῴκησασθον

(너희 둘은) 개척되었다

κατῳκῆσασθην

(그 둘은) 개척되었다

복수 κατῳκῆσαμεθα

(우리는) 개척되었다

κατῴκησασθε

(너희는) 개척되었다

κατῴκησαντο

(그들은) 개척되었다

접속법단수 κατοικήσωμαι

(나는) 개척되었자

κατοικήσῃ

(너는) 개척되었자

κατοικήσηται

(그는) 개척되었자

쌍수 κατοικήσησθον

(너희 둘은) 개척되었자

κατοικήσησθον

(그 둘은) 개척되었자

복수 κατοικησώμεθα

(우리는) 개척되었자

κατοικήσησθε

(너희는) 개척되었자

κατοικήσωνται

(그들은) 개척되었자

기원법단수 κατοικησαίμην

(나는) 개척되었기를 (바라다)

κατοικήσαιο

(너는) 개척되었기를 (바라다)

κατοικήσαιτο

(그는) 개척되었기를 (바라다)

쌍수 κατοικήσαισθον

(너희 둘은) 개척되었기를 (바라다)

κατοικησαίσθην

(그 둘은) 개척되었기를 (바라다)

복수 κατοικησαίμεθα

(우리는) 개척되었기를 (바라다)

κατοικήσαισθε

(너희는) 개척되었기를 (바라다)

κατοικήσαιντο

(그들은) 개척되었기를 (바라다)

명령법단수 κατοίκησαι

(너는) 개척되었어라

κατοικησάσθω

(그는) 개척되었어라

쌍수 κατοικήσασθον

(너희 둘은) 개척되었어라

κατοικησάσθων

(그 둘은) 개척되었어라

복수 κατοικήσασθε

(너희는) 개척되었어라

κατοικησάσθων

(그들은) 개척되었어라

부정사 κατοικήσεσθαι

개척되었는 것

분사 남성여성중성
κατοικησαμενος

κατοικησαμενου

κατοικησαμενη

κατοικησαμενης

κατοικησαμενον

κατοικησαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πλατύναι ὁ Θεὸσ τῷ Ἰάφεθ, καὶ κατοικησάτω ἐν τοῖσ οἴκοισ τοῦ Σὴμ καὶ γενηθήτω Χαναὰν παῖσ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 9:27)

    (70인역 성경, 창세기 9:27)

  • καὶ εἶπεν Ἀβιμέλεχ τῷ Ἁβραάμ. ἰδοὺ ἡ γῆ μου ἐναντίον σου. οὗ ἐάν σοι ἀρέσκῃ, κατοίκει. (Septuagint, Liber Genesis 20:15)

    (70인역 성경, 창세기 20:15)

  • ὤφθη δὲ αὐτῷ Κύριοσ καὶ εἶπε. μὴ καταβῇσ εἰσ Αἴγυπτον. κατοίκησον δὲ ἐν τῇ γῇ, ᾗ ἄν σοι εἴπω. (Septuagint, Liber Genesis 26:2)

    (70인역 성경, 창세기 26:2)

  • μόνον ἐν τούτῳ ὁμοιωθησόμεθα ὑμῖν κα’Ι κατοικήσομεν ἐν ὑμῖν, ἐὰν γένησθε ὡσ ἡμεῖσ καὶ ὑμεῖσ ἐν τῷ περιτμηθῆναι ὑμῶν πᾶν ἀρσενικόν. (Septuagint, Liber Genesis 34:15)

    (70인역 성경, 창세기 34:15)

  • ἐρεῖτε. ἄνδρεσ κτηνοτρόφοι ἐσμὲν οἱ παῖδέσ σου ἐκ παιδὸσ ἕωσ τοῦ νῦν, καὶ ἡμεῖσ καὶ οἱ πατέρεσ ἡμῶν, ἵνα κατοικήσητε ἐν γῇ Γεσὲμ Ἀραβίασ. βδέλυγμα γάρ ἐστιν Αἰγυπτίοισ πᾶσ ποιμὴν προβάτων. (Septuagint, Liber Genesis 46:34)

    (70인역 성경, 창세기 46:34)

유의어

  1. 살다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION