헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταθρηνέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταθρηνέω καταθρηνήσω

형태분석: κατα (접두사) + θρηνέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 슬퍼하다, 한탄하다, 애도하다, 슬프다
  1. to bewail, lament, mourn

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταθρηνῶ

(나는) 슬퍼한다

καταθρηνεῖς

(너는) 슬퍼한다

καταθρηνεῖ

(그는) 슬퍼한다

쌍수 καταθρηνεῖτον

(너희 둘은) 슬퍼한다

καταθρηνεῖτον

(그 둘은) 슬퍼한다

복수 καταθρηνοῦμεν

(우리는) 슬퍼한다

καταθρηνεῖτε

(너희는) 슬퍼한다

καταθρηνοῦσιν*

(그들은) 슬퍼한다

접속법단수 καταθρηνῶ

(나는) 슬퍼하자

καταθρηνῇς

(너는) 슬퍼하자

καταθρηνῇ

(그는) 슬퍼하자

쌍수 καταθρηνῆτον

(너희 둘은) 슬퍼하자

καταθρηνῆτον

(그 둘은) 슬퍼하자

복수 καταθρηνῶμεν

(우리는) 슬퍼하자

καταθρηνῆτε

(너희는) 슬퍼하자

καταθρηνῶσιν*

(그들은) 슬퍼하자

기원법단수 καταθρηνοῖμι

(나는) 슬퍼하기를 (바라다)

καταθρηνοῖς

(너는) 슬퍼하기를 (바라다)

καταθρηνοῖ

(그는) 슬퍼하기를 (바라다)

쌍수 καταθρηνοῖτον

(너희 둘은) 슬퍼하기를 (바라다)

καταθρηνοίτην

(그 둘은) 슬퍼하기를 (바라다)

복수 καταθρηνοῖμεν

(우리는) 슬퍼하기를 (바라다)

καταθρηνοῖτε

(너희는) 슬퍼하기를 (바라다)

καταθρηνοῖεν

(그들은) 슬퍼하기를 (바라다)

명령법단수 καταθρήνει

(너는) 슬퍼해라

καταθρηνείτω

(그는) 슬퍼해라

쌍수 καταθρηνεῖτον

(너희 둘은) 슬퍼해라

καταθρηνείτων

(그 둘은) 슬퍼해라

복수 καταθρηνεῖτε

(너희는) 슬퍼해라

καταθρηνούντων, καταθρηνείτωσαν

(그들은) 슬퍼해라

부정사 καταθρηνεῖν

슬퍼하는 것

분사 남성여성중성
καταθρηνων

καταθρηνουντος

καταθρηνουσα

καταθρηνουσης

καταθρηνουν

καταθρηνουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταθρηνοῦμαι

(나는) 슬퍼된다

καταθρηνεῖ, καταθρηνῇ

(너는) 슬퍼된다

καταθρηνεῖται

(그는) 슬퍼된다

쌍수 καταθρηνεῖσθον

(너희 둘은) 슬퍼된다

καταθρηνεῖσθον

(그 둘은) 슬퍼된다

복수 καταθρηνούμεθα

(우리는) 슬퍼된다

καταθρηνεῖσθε

(너희는) 슬퍼된다

καταθρηνοῦνται

(그들은) 슬퍼된다

접속법단수 καταθρηνῶμαι

(나는) 슬퍼되자

καταθρηνῇ

(너는) 슬퍼되자

καταθρηνῆται

(그는) 슬퍼되자

쌍수 καταθρηνῆσθον

(너희 둘은) 슬퍼되자

καταθρηνῆσθον

(그 둘은) 슬퍼되자

복수 καταθρηνώμεθα

(우리는) 슬퍼되자

καταθρηνῆσθε

(너희는) 슬퍼되자

καταθρηνῶνται

(그들은) 슬퍼되자

기원법단수 καταθρηνοίμην

(나는) 슬퍼되기를 (바라다)

καταθρηνοῖο

(너는) 슬퍼되기를 (바라다)

καταθρηνοῖτο

(그는) 슬퍼되기를 (바라다)

쌍수 καταθρηνοῖσθον

(너희 둘은) 슬퍼되기를 (바라다)

καταθρηνοίσθην

(그 둘은) 슬퍼되기를 (바라다)

복수 καταθρηνοίμεθα

(우리는) 슬퍼되기를 (바라다)

καταθρηνοῖσθε

(너희는) 슬퍼되기를 (바라다)

καταθρηνοῖντο

(그들은) 슬퍼되기를 (바라다)

명령법단수 καταθρηνοῦ

(너는) 슬퍼되어라

καταθρηνείσθω

(그는) 슬퍼되어라

쌍수 καταθρηνεῖσθον

(너희 둘은) 슬퍼되어라

καταθρηνείσθων

(그 둘은) 슬퍼되어라

복수 καταθρηνεῖσθε

(너희는) 슬퍼되어라

καταθρηνείσθων, καταθρηνείσθωσαν

(그들은) 슬퍼되어라

부정사 καταθρηνεῖσθαι

슬퍼되는 것

분사 남성여성중성
καταθρηνουμενος

καταθρηνουμενου

καταθρηνουμενη

καταθρηνουμενης

καταθρηνουμενον

καταθρηνουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταθρηνήσω

(나는) 슬퍼하겠다

καταθρηνήσεις

(너는) 슬퍼하겠다

καταθρηνήσει

(그는) 슬퍼하겠다

쌍수 καταθρηνήσετον

(너희 둘은) 슬퍼하겠다

καταθρηνήσετον

(그 둘은) 슬퍼하겠다

복수 καταθρηνήσομεν

(우리는) 슬퍼하겠다

καταθρηνήσετε

(너희는) 슬퍼하겠다

καταθρηνήσουσιν*

(그들은) 슬퍼하겠다

기원법단수 καταθρηνήσοιμι

(나는) 슬퍼하겠기를 (바라다)

καταθρηνήσοις

(너는) 슬퍼하겠기를 (바라다)

καταθρηνήσοι

(그는) 슬퍼하겠기를 (바라다)

쌍수 καταθρηνήσοιτον

(너희 둘은) 슬퍼하겠기를 (바라다)

καταθρηνησοίτην

(그 둘은) 슬퍼하겠기를 (바라다)

복수 καταθρηνήσοιμεν

(우리는) 슬퍼하겠기를 (바라다)

καταθρηνήσοιτε

(너희는) 슬퍼하겠기를 (바라다)

καταθρηνήσοιεν

(그들은) 슬퍼하겠기를 (바라다)

부정사 καταθρηνήσειν

슬퍼할 것

분사 남성여성중성
καταθρηνησων

καταθρηνησοντος

καταθρηνησουσα

καταθρηνησουσης

καταθρηνησον

καταθρηνησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταθρηνήσομαι

(나는) 슬퍼되겠다

καταθρηνήσει, καταθρηνήσῃ

(너는) 슬퍼되겠다

καταθρηνήσεται

(그는) 슬퍼되겠다

쌍수 καταθρηνήσεσθον

(너희 둘은) 슬퍼되겠다

καταθρηνήσεσθον

(그 둘은) 슬퍼되겠다

복수 καταθρηνησόμεθα

(우리는) 슬퍼되겠다

καταθρηνήσεσθε

(너희는) 슬퍼되겠다

καταθρηνήσονται

(그들은) 슬퍼되겠다

기원법단수 καταθρηνησοίμην

(나는) 슬퍼되겠기를 (바라다)

καταθρηνήσοιο

(너는) 슬퍼되겠기를 (바라다)

καταθρηνήσοιτο

(그는) 슬퍼되겠기를 (바라다)

쌍수 καταθρηνήσοισθον

(너희 둘은) 슬퍼되겠기를 (바라다)

καταθρηνησοίσθην

(그 둘은) 슬퍼되겠기를 (바라다)

복수 καταθρηνησοίμεθα

(우리는) 슬퍼되겠기를 (바라다)

καταθρηνήσοισθε

(너희는) 슬퍼되겠기를 (바라다)

καταθρηνήσοιντο

(그들은) 슬퍼되겠기를 (바라다)

부정사 καταθρηνήσεσθαι

슬퍼될 것

분사 남성여성중성
καταθρηνησομενος

καταθρηνησομενου

καταθρηνησομενη

καταθρηνησομενης

καταθρηνησομενον

καταθρηνησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεθρήνουν

(나는) 슬퍼하고 있었다

κατεθρήνεις

(너는) 슬퍼하고 있었다

κατεθρήνειν*

(그는) 슬퍼하고 있었다

쌍수 κατεθρηνεῖτον

(너희 둘은) 슬퍼하고 있었다

κατεθρηνείτην

(그 둘은) 슬퍼하고 있었다

복수 κατεθρηνοῦμεν

(우리는) 슬퍼하고 있었다

κατεθρηνεῖτε

(너희는) 슬퍼하고 있었다

κατεθρήνουν

(그들은) 슬퍼하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεθρηνούμην

(나는) 슬퍼되고 있었다

κατεθρηνοῦ

(너는) 슬퍼되고 있었다

κατεθρηνεῖτο

(그는) 슬퍼되고 있었다

쌍수 κατεθρηνεῖσθον

(너희 둘은) 슬퍼되고 있었다

κατεθρηνείσθην

(그 둘은) 슬퍼되고 있었다

복수 κατεθρηνούμεθα

(우리는) 슬퍼되고 있었다

κατεθρηνεῖσθε

(너희는) 슬퍼되고 있었다

κατεθρηνοῦντο

(그들은) 슬퍼되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 슬퍼하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION