- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κακοήθεια?

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: kakoētheia 고전 발음: [까꼬에:테] 신약 발음: [까꼬에티아]

기본형: κακοήθεια

어원: from κακοηθής

  1. 악의, 원한
  1. badness of disposition, malignity
  2. bad manners or habits

예문

  • οἱ δὲ τοὐναντίον ἐκδεχόμενοι καὶ τῇ συμφύτῳ κακοηθείᾳ τὸ καλὸν ἀπωσάμενοι, διηνεκῶς δὲ εἰς τὸ φαῦλον ἐκνεύοντες, (Septuagint, Liber Maccabees III 3:22)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 3:22)

  • τῶν φίλων τινές, κακοηθείᾳ πυκνότερον ἡμῖν παρακείμενοι, συνέπεισαν ἡμᾶς εἰς τὸ τοὺς ὑπὸ τὴν βασιλείαν Ἰουδαίους συναθροίσαντας σύστημα κολάσασθαι ξενιζούσαις ἀποστατῶν τιμωρίαις, (Septuagint, Liber Maccabees III 7:3)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 7:3)

  • κακοήθειάν τις ἡμῶν οὐ δύναται ἐκκόψαι, ἀλλὰ τὸ μὴ καμφθῆναι τῇ κακοηθείᾳ δύναιτ ἂν ὁ λογισμὸς συμμαχῆσαι. (Septuagint, Liber Maccabees IV 3:4)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 3:4)

  • ἀκολουθεῖ δὲ τῇ ἀδικίᾳ συκοφαντία, ἀλαζονεία, φιλανθρωπία προσποίητος, κακοήθεια, πανουργία. (Aristotle, Virtues and Vices 39:1)

    (아리스토텔레스, Virtues and Vices 39:1)

  • καὶ ὁ τῦφος δὲ καὶ ἡ μεγαλαυχία καὶ ἡ κακοήθεια καὶ τὸ βρενθύεσθαι καὶ λαρυγγίζειν ἀπέστω, καὶ τὸ διασιλλαίνειν τὰ τῶν ἄλλων καὶ οἰέσθαι ὅτι πρῶτος ἔσῃ αὐτός, ἢν τὰ πάντων συκοφαντῇς. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 24:1)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 24:1)

유의어

  1. bad manners or habits

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION