ἡδονή
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἡδονή
ἡδονῆς
형태분석:
ἡδον
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 기쁨, 즐거움, 행복, 재미
- 맛, 냄새, 취향, 후각
- 쾌락, 오락
- delight, pleasure, enjoyment
- taste, smell, flavor
- (in plural): desires
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐγὼ μὲν γὰρ ταῖσ διὰ τὴν ἀρετὴν ἡδοναῖσ τὸν πόνον ἐπικουφίζομαι, (Septuagint, Liber Maccabees IV 9:31)
(70인역 성경, Liber Maccabees IV 9:31)
- ἀκολασίασ δ’ ἐστὶ τὸ αἱρεῖσθαι τὰσ ἀπολαύσεισ τῶν ἡδονῶν τῶν βλαβερῶν καὶ αἰσχρῶν, καὶ τὸ ὑπολαμβάνειν εὐδαιμονεῖν μάλιστα τοὺσ ἐν ταῖσ τοιαύταισ ἡδοναῖσ ὄντασ, καὶ τὸ φιλογέλοιον εἶναι καὶ τὸ φιλοσκώπτην καὶ φιλευτράπελον, καὶ τὸ ῥᾳδιουργὸν εἶναι ἐν τοῖσ λόγοισ καὶ ἐν τοῖσ ἔργοισ. (Aristotle, Virtues and Vices 33:1)
(아리스토텔레스, Virtues and Vices 33:1)
- τοῦτον ἐβουλόμην βιῶναι τὸν βίον πλουτῶν ἐσ ὑπερβολὴν καὶ τρυφῶν καὶ πάσαισ ἡδοναῖσ ἀφθόνωσ χρώμενοσ. (Lucian, 43:2)
(루키아노스, 43:2)
- ἆρ’ ἐν παννυχίοισ χοροῖσ θήσω ποτὲ λευκὸν πόδ’ ἀναβακχεύουσα, δέραν εἰσ αἰθέρα δροσερὸν ῥίπτουσ’, ὡσ νεβρὸσ χλοεραῖσ ἐμπαί‐ ζουσα λείμακοσ ἡδοναῖσ, ἡνίκ’ ἂν φοβερὰν φύγῃ θήραν ἔξω φυλακᾶσ εὐπλέκτων ὑπὲρ ἀρκύων, θωύ̈σσων δὲ κυναγέτασ συντείνῃ δράμημα κυνῶν· (Euripides, choral, strophe 11)
(에우리피데스, choral, strophe 11)
- ὡσ δή σφε σῴσαισ ἡδοναῖσ ἀγγελμάτων. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode39)
(에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode39)
유의어
-
기쁨
-
쾌락
- αὐτοεπιθῡμίᾱ (the Form of Desire)
- πόθος (사랑, 애정, 욕망)
- ἵμερος (사랑, 애정, 욕망)
- ἔρως (사랑, 애정, 욕망 )
- προθυμία (욕망, 욕구, 소망)
- θέλημα (의지, 유서, 욕망)
- μάθησις (학구열)
- χρηστομάθεια (학구열)
- μενοινή (eager desire)
- ἐπιθύμημα (an object of desire)
- ἔφεσις (욕망, 식욕, 욕구)