ἤ?
Conjunction;
자동번역
Transliteration: ē
Principal Part:
ἤ
Sense
- or, either . . , or . .
- whether . . , or . ., whether . .
- than, as, rather than . .;, sooner than . .
- rather
- εἶπαν δὲ αὐτῷ. ἀπόστα ἐκεῖ. εἰσῆλθες παροικεῖν. μὴ καὶ κρίσιν κρίνειν; νῦν οὖν σὲ κακώσωμεν μᾶλλον ἢ ἐκείνους. καὶ παρεβιάζοντο τὸν ἄνδρα τὸν Λὼτ σφόδρα. καὶ ἤγγισαν συντρίψαι τὴν θύραν. (Septuagint, Liber Genesis 19:9)
- Εἶπαν δὲ οἱ ἄνδρες ἢ πρὸς Λώτ. εἰσί σοι ὧδε γαμβροὶ ἢ υἱοὶ ἢ θυγατέρες; ἢ εἴτις σοι ἄλλος ἐστὶν ἐν τῇ πόλει, ἐξάγαγε ἐκ τοῦ τόπου τούτου. (Septuagint, Liber Genesis 19:12)
- ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. (Septuagint, Liber Genesis 1:2)
- Καὶ εἶπεν ὁ Θεός. συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν, καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά. καὶ ἐγένετο οὕτως. καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν, καὶ ὤφθη ἡ ξηρά. (Septuagint, Liber Genesis 1:9)
- καὶ εἶπεν ὁ Θεός. βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως. (Septuagint, Liber Genesis 1:11)
- καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. (Septuagint, Liber Genesis 1:12)
Synonyms
-
or
- ὁπότερος (either of two)
- ἤτοι (either in truth, or)
- εἴτε ( either...or, whether..or)
-
whether
- εἴποτε (if or whether)
- ἠέ (or, whether.)
- μήπως (whether or no)
- εἴτε ( either...or, whether..or)
- ὁποτέρωθι (on whether of the two sides)
-
than
-
rather