- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γονεύς?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: goneus 고전 발음: [고네] 신약 발음: [고네]

기본형: γονεύς γονέως

형태분석: γονευ (어간) + ς (어미)

어원: γείνομαι II

  1. 부모, 아버지
  2. 조상, 조선, 선조
  1. (mostly in plural) parent
  2. progenitor, ancestor

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 γονεύς

부모가

γονή

부모들이

γονής

부모들이

속격 γονέως

부모의

γονέοιν

부모들의

γονέων

부모들의

여격 γονεί

부모에게

γονέοιν

부모들에게

γονεῦσι(ν)

부모들에게

대격 γονέα

부모를

γονή

부모들을

γονέας

부모들을

호격 γονεύ

부모야

γονή

부모들아

γονής

부모들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπὶ πᾶσι τούτοις τὸ περίδειπνον, καὶ πάρεισιν οἱ προσήκοντες καὶ τοὺς γονέας παραμυθοῦνται τοῦ τετελευτηκότος καὶ πείθουσι γεύσασθαι, οὐκ ἀηδῶς μὰ Δία οὐδ αὐτοὺς ἀναγκαζομένους, ἀλλὰ ἤδη ὑπὸ λιμοῦ τριῶν ἑξῆς ἡμερῶν ἀπηυδηκότας. (Lucian, (no name) 22:1)

    (루키아노스, (no name) 22:1)

  • προεισπέμπεται δὲ ὁ Ἀλέξανδρος, κομῶν ἤδη καὶ πλοκάμους καθειμένος καὶ μεσόλευκον χιτῶνα πορφυροῦν ἐνδεδυκὼς καὶ ἱμάτιον ὑπὲρ αὐτοῦ λευκὸν ἀναβεβλημένος, ἁρ´πην ἔχων κατὰ τὸν Περσέα, ἀφ οὗ ἑαυτὸν ἐγενεαλόγει μητρόθεν καὶ οἱ ὄλεθροι ἐκεῖνοι Παφλαγόνες, εἰδότες αὐτοῦ ἄμφω τοὺς γονέας ἀφανεῖς καὶ ταπεινούς, ἐπίστευον τῷ χρησμῷ λέγοντι Περσείδης γενεὴν Φοίβῳ φίλος οὗτος ὁρᾶται, δῖος Ἀλέξανδρος, Ποδαλειρίου αἷμα λελογχώς. (Lucian, Alexander, (no name) 11:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 11:1)

  • γονέας ὑβρίζειν τοὺς ἐμοὺς οὐκ ἠξίου. (Euripides, episode49)

    (에우리피데스, episode49)

  • πρὸς δὲ τούτοις ἀνακρίνοντες τοὺς τῶν κοινῶν τι μέλλοντας διοικεῖν, τίς ἐστι τὸν ἴδιον τρόπον, εἰ γονέας εὖ ποιεῖ, εἰ τὰς στρατείας ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐστράτευται, εἰ ἱερὰ πατρῷά ἐστιν, εἰ τὰ τέλη τελεῖ: (Dinarchus, Speeches, 21:3)

    (디나르코스, 연설, 21:3)

  • ἀντὶ μὲν γὰρ τοῦ γονέας εὖ ποιεῖν κακῶς οὗτος τὸν ἑαυτοῦ πατέρα πεποίηκεν: (Dinarchus, Speeches, 22:2)

    (디나르코스, 연설, 22:2)

유의어

  1. 부모

  2. 조상

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION