- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὔφορος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: euphoros 고전 발음: [포로] 신약 발음: [포로]

기본형: εὔφορος εὔφορος εὔφορον

형태분석: εὐφορ (어간) + ος (어미)

어원: φέρω

  1. bearing well

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 εὔφορος

(이)가

εὔφορον

(것)가

속격 εὐφόρου

(이)의

εὐφόρου

(것)의

여격 εὐφόρῳ

(이)에게

εὐφόρῳ

(것)에게

대격 εὔφορον

(이)를

εὔφορον

(것)를

호격 εὔφορε

(이)야

εὔφορον

(것)야

쌍수주/대/호 εὐφόρω

(이)들이

εὐφόρω

(것)들이

속/여 εὐφόροιν

(이)들의

εὐφόροιν

(것)들의

복수주격 εὔφοροι

(이)들이

εὔφορα

(것)들이

속격 εὐφόρων

(이)들의

εὐφόρων

(것)들의

여격 εὐφόροις

(이)들에게

εὐφόροις

(것)들에게

대격 εὐφόρους

(이)들을

εὔφορα

(것)들을

호격 εὔφοροι

(이)들아

εὔφορα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπέθνῃσκον δὲ ὀξυτέρως ἢ ὡς εἴθισται διάγειν τὰ τοιαῦτα‧ ὡς τά γε ἄλλα καὶ μακρότερα καὶ ἐν πυρετοῖσιν ἐόντα εὐφόρως ἤνεγκαν καὶ οὐκ ἀπέθνῃσκον, περὶ ὧν γεγράψεται. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 22)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 22)

  • Κατὰ δὲ θέρος ἤδη καὶ φθινόπωρον πυρετοὶ πολλοὶ συνεχέες οὐ βιαίως, μακρὰ δὲ νοσέουσιν οὐδὲ περὶ τὰ ἄλλα δυσφόρως διάγουσιν ἐγένοντο‧ κοιλίαι τε γὰρ τοῖσι πλείστοισι πάνυ εὐφόρως καὶ οὐδὲν ἄξιον λόγου προσέβλαπτον. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 33)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 33)

  • Ἐκ πάντων δὲ τῶν ὑπογεγραμμένων ἐν τῇ καταστάσει ταύτῃ μούνοισι τοῖσι φθινώδεσι θανατώδεα συνέπεσεν‧ ἐπεὶ τοῖσί γε ἄλλοισι πᾶσιν εὐφόρως, καὶ θανατώδεες ἐν τοῖσιν ἄλλοισι πυρετοῖσιν οὐκ ἐγένοντο. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 40)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 40)

  • τά τε ἄλλα πάντ εὐφόρως. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 66)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 66)

  • νύκτα εὐφόρως, οὖρα εὐχροώτερα, ὑπόστασιν εἶχε σμικρήν. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 254)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 254)

유의어

  1. bearing well

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION