ἔργω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἔργω
형태분석:
έ̓ργ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
어원: for aor2 ei)/rgaqon v. sub e)rgaqei=n
뜻
- 닫다, 둘러싸다, 제한하다, 가두다, 폐쇄하다, 에워싸다, 얽매이다, 덮다, 막다, 포함하다, 튀다, 포위하다, 억제하다
- 닫다, 잠그다
- 지키다, 막다, 두다, ~쪽을 차지하다, 보호하다, 지니다
- 방해하다, 막다, 예방하다, 저해하다
- to bar one's way, by shutting in or shutting out
- to shut in, shut up, to enclose, bound, drove, and shut, up, to shut, up, were fenced in, well-secured, strong-built
- to shut out
- to shut out or keep away from, to keep, off, short of, to keep oneself or abstain from
- to hinder, prevent from, is barred
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὡσ ἡ δύναμισ αὐτῶν, ἔδωκαν εἰσ θησαυρὸν τοῦ ἔργου χρυσίον καθαρόν, μναῖ ἓξ μυριάδεσ καὶ χίλιαι, καὶ ἀργυρίου μνᾶσ πεντακισχιλίασ, καὶ κόθωνοι τῶν ἱερέων ἑκατόν. (Septuagint, Liber Esdrae II 2:69)
(70인역 성경, Liber Esdrae II 2:69)
- ὅτι πάντεσ φοβερίζουσιν ἡμᾶσ λέγοντεσ. ἐκλυθήσονται αἱ χεῖρεσ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ἔργου τούτου, καὶ οὐ ποιηθήσεται. καὶ νῦν ἐκραταίωσα τὰσ χεῖράσ μου». (Septuagint, Liber Nehemiae 6:9)
(70인역 성경, 느헤미야기 6:9)
- καὶ ἀπὸ ἀρχηγῶν τῶν πατριῶν ἔδωκαν εἰσ θησαυροὺσ τοῦ ἔργου χρυσοῦ νομίσματοσ δύο μυριάδασ καὶ ἀργυρίου μνᾶσ δισχιλίασ τριακοσίασ, καὶ ἔδωκαν οἱ κατάλοιποι τοῦ λαοῦ χρυσίου δύο μυριάδασ καὶ ἀργυρίου μνᾶσ δισχιλίασ διακοσίασ καὶ χωθωνὼθ τῶν ἱερέων ἑξηκονταεπτά. (Septuagint, Liber Nehemiae 7:70)
(70인역 성경, 느헤미야기 7:70)
- καὶ ἐπίσκοποσ Λευιτῶν υἱὸσ Βανί, υἱὸσ Ὀζί, υἱὸσ Ἀσαβία, υἱὸσ Μιχά. ἀπὸ υἱῶν Ἀσὰφ τῶν ἆδόντων ἀπέναντι ἔργου οἴκου τοῦ Θεοῦ. (Septuagint, Liber Nehemiae 11:19)
(70인역 성경, 느헤미야기 11:19)
- μετὰ γυναικὸσ περὶ τῆσ ἀντιζήλου αὐτῆσ καὶ μετὰ δειλοῦ περὶ πολέμου, μετὰ ἐμπόρου περὶ μεταβολίασ καὶ μετὰ ἀγοράζοντοσ περὶ πράσεωσ, μετὰ βασκάνου περὶ εὐχαριστίασ καὶ μετὰ ἀνελεήμονοσ περὶ χρηστοηθείασ, μετὰ ὀκνηροῦ περὶ παντὸσ ἔργου καὶ μετὰ μισθίου ἐφεστίου περὶ συντελείασ, οἰκέτῃ ἀργῷ περὶ πολλῆσ ἐργασίασ, μὴ ἔπεχε ἐπὶ τούτοισ περὶ πάσησ συμβουλίασ. (Septuagint, Liber Sirach 37:11)
(70인역 성경, Liber Sirach 37:11)
유의어
-
to bar one's way
-
닫다
- ἐκσφραγίζομαι (to be shut out from)
- ἐκκλείω (to shut out from)
- εἰσέργνυμι (to shut up in)
- εἵργνυμι (to shut in or up)
- κλῄζω (닫다, 덮다)
- ἀποκλείω (가두다, 닫다)
- συγκαθείργω (to shut up with, to be shut up with)
- ἐγκλείω (to shut oneself up in)
- προσκατακλείω (to shut up besides)
- πυκάζω (닫다, 덮다, 폐쇄하다)
- μύω (닫다, 덮다, 폐쇄하다)
- μύω (닫다, 덮다, 폐쇄하다)
- κατακλείω (닫다, 가두다, 폐쇄하다)
- ἐπικλείω (닫다, 감다, 감기다)
- ἐγκλείω (닫다, 감다, 감기다)
- ἐρχατάομαι (to be kept or shut up)
- ἀπείργω (가두다, 제한하다, 국한하다)
- ἀποκλείω (to shut out or exclude from)
- παρακλείω (제외하다, 잠그다, 닫다)
- περιέχω (to be shut in or beleaguered)
- ἐξέργω (to shut out from, debar)
- μύω (with one's eyes shut)
-
지키다
-
방해하다
- ἀφαιρέω (막다, 예방하다, 저지하다)
- κατείργω (막다, 방해하다, 예방하다)
- ἀπείργω (막다, 방해하다, 예방하다)
- διακωλύω (막다, 방해하다, 예방하다)
- ἀποκωλύω (to hinder or prevent from, to prevent from, forbid to)