Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐθνικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐθνικός ἐθνική ἐθνικόν

Structure: ἐθνικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)/qnos

Sense

  1. foreign, heathen, gentile

Examples

  • διάλεκτοσ δέ ἐστι λέξισ κεχαραγμένη ἐθνικῶσ τε καὶ Ἑλληνικῶσ, ἢ λέξισ ποταπή, τουτέστι ποιὰ κατὰ διάλεκτον, οἱο͂ν κατὰ μὲν τὴν Ἀτθίδα Θάλαττα, κατὰ δὲ τὴν Ιἄδα Ἡμέρη. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. a'. ZHNWN 56:5)
  • ἀλλ’ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσιν πρὸσ τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου, εἶπον τῷ Κηφᾷ ἔμπροσθεν πάντων Εἰ σὺ Ιοὐδαῖοσ ὑπάρχων ἐθνικῶσ καὶ οὐκ Ιοὐδαϊκῶσ ζῇσ, πῶσ τὰ ἔθνη ἀναγκάζεισ Ιοὐδαΐζειν; (PROS GALATAS, chapter 1 42:1)
  • ὅσα μὲν οὖν φυσικῶσ διώρισται δεῖ λέγειν τὸν γεωγράφον καὶ ὅσα ἐθνικῶσ, ὅταν ᾖ καὶ μνήμησ ἄξια, ὅσα δ’ οἱ ἡγεμόνεσ πρὸσ τοὺσ καιροὺσ πολιτευόμενοι διατάττουσι ποικίλωσ, ἀρκεῖ κἂν ἐν κεφαλαίῳ τισ εἴπῃ, τοῦ δ’ ἀκριβοῦσ ἄλλοισ παραχωρητέον. (Strabo, Geography, book 4, chapter 1 2:15)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION