헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπίσκοπος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 기독교 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπίσκοπος ἐπισκόπου

형태분석: ἐπισκοπ (어간) + ος (어미)

  1. 수호자, 보호자, 후견인
  2. 정찰병, 시계, 경비원
  3. 감독, 주교, 십장, 관리인
  4. 비숍, 주교, 주교나 교사의 사무실
  1. watcher, guardian
  2. scout, watch
  3. overseer, supervisor, inspector
  4. (Christianity) an ecclesiastical superintendent, bishop

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐπίσκοπος

수호자가

ἐπισκόπω

수호자들이

ἐπίσκοποι

수호자들이

속격 ἐπισκόπου

수호자의

ἐπισκόποιν

수호자들의

ἐπισκόπων

수호자들의

여격 ἐπισκόπῳ

수호자에게

ἐπισκόποιν

수호자들에게

ἐπισκόποις

수호자들에게

대격 ἐπίσκοπον

수호자를

ἐπισκόπω

수호자들을

ἐπισκόπους

수호자들을

호격 ἐπίσκοπε

수호자야

ἐπισκόπω

수호자들아

ἐπίσκοποι

수호자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτω δὴ βουλευσάμενοσ καὶ καθάπερ ὁ Ζεὺσ τὸν Ἕκτορα ὑπεξαγαγὼν ἐμαυτὸν ἐκ βελέων, φασίν, ἔκ τ’ ἀνδροκτασίησ ἔκ θ’ αἵματοσ ἔκ τε κυδοιμοῦ τὸ λοιπὸν οἰκουρεῖν εἱλόμην καὶ βίον τινὰ τοῦτον γυναικώδη καὶ ἄτολμον τοῖσ πολλοῖσ δοκοῦντα προτιθέμενοσ αὐτῇ φιλοσοφίᾳ, καὶ Πλάτωνι καὶ ἀληθείᾳ προσλαλῶ, καὶ καθίσασ ἐμαυτὸν ὥσπερ ἐν θεάτρῳ μυριάνδρῳ σφόδρα που μετέωροσ ἐπισκοπῶ τὰ γιγνόμενα, τοῦτο μὲν πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα, τοῦτο δὲ καὶ πεῖραν ἀνδρὸσ ὡσ ἀληθῶσ βεβαίου λαβεῖν. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 18:1)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 18:1)

  • ἐπισκοπῶ, ἔφη, ὦ ξένε, εἴ τι συμβαίνοι γίγνεσθαι, πῶσ κεῖται, ἔφη, τὰ ἐν τῇ νηί, ἢ εἴ τι ἀποστατεῖ ἢ εἰ δυστραπέλωσ τι σύγκειται. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 8 16:4)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 8 16:4)

유의어

  1. 수호자

  2. 정찰병

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION