ἐπίσκοπος?
2군 변화 명사; 남성
자동번역
기독교
로마알파벳 전사: episkopos
고전 발음: [에삐스꼬뽀스]
신약 발음: [애삐스꼬뽀스]
기본형:
ἐπίσκοπος
ἐπισκόπου
형태분석:
ἐπισκοπ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 수호자, 보호자, 후견인
- 정찰병, 시계, 경비원
- 감독, 주교, 십장, 관리인
- 비숍, 주교, 주교나 교사의 사무실
- watcher, guardian
- scout, watch
- overseer, supervisor, inspector
- (Christianity) an ecclesiastical superintendent, bishop
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "ὥσπερ εὐθὺς ἡ περὶ τὴν γένεσιν ἡμῶν οὐκ εὐπρεπὴς οὖσα δι αἵματος καὶ ὠδίνων, ὅμως ἔχει θεῖον ἐπίσκοπον Εἰλείθυιαν καὶ Λοχείαν: (Plutarch, Amatorius, section 15 1:4)
(플루타르코스, Amatorius, section 15 1:4)
- "ἁγνᾶν ἐπίσκοπον, χερνίβωνρδθυο· (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 1710)
(플루타르코스, De Pythiae oraculis, section 1710)
- οἱ δὲ Ποντίφικες καὶ τὰ περὶ τὰς ταφὰς πάτρια τοῖς χρῄζουσιν ἀφηγοῦνται, Νομᾶ διδάξαντος μηδὲν ἡγεῖσθαι μίασμα τῶν τοιούτων, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐκεῖ θεοὺς σέβεσθαι τοῖς νενομισμένοις, ὡς τὰ κυριώτατα τῶν ἡμετέρων ὑποδεχομένους ἐξαιρέτως δὲ τὴν προσαγορευομένην Λιβίτιναν, ἐπίσκοπον τῶν περὶ τοὺς θνήσκοντας ὁσίων θεὸν οὖσαν, εἴτε Περσεφόνην εἴτε μᾶλλον, ὡς οἱ λογιώτατοι Ῥωμαίων ὑπολαμβάνουσιν, Ἀφροδίτην, οὐ κακῶς εἰς μιᾶς δύναμιν θεοῦ τὰ περὶ τὰς γενέσεις καὶ τὰς τελευτὰς ἀνάπτοντες. (Plutarch, Numa, chapter 12 1:1)
(플루타르코스, Numa, chapter 12 1:1)
- τὴν δ ἄνω βουλὴν ἐπίσκοπον πάντων καὶ φύλακα τῶν νόμων ἐκάθισεν, οἰόμενος ἐπὶ δυσὶ βουλαῖς ὥσπερ ἀγκύραις ὁρμοῦσαν ἧττον ἐν σάλῳ τὴν πόλιν ἔσεσθαι καὶ μᾶλλον ἀτρεμοῦντα τὸν δῆμον παρέξειν. (Plutarch, , chapter 19 2:1)
(플루타르코스, , chapter 19 2:1)
- αὐδὴν γὰρ δοκῶ Τεύκρου κλύειν βοῶντος ἄτης τῆσδ ἐπίσκοπον μέλος. (Sophocles, Ajax, episode12)
(소포클레스, Ajax, episode12)