헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιπορεύομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιπορεύομαι ἐπιπορεύσομαι ἐπεπορεύθην

형태분석: ἐπι (접두사) + πορεύ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: poreu/w

  1. 여행하다, 횡단하다, 순환하다, 돌다
  1. to travel, march to, march over

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιπορεύομαι

(나는) 여행한다

ἐπιπορεύει, ἐπιπορεύῃ

(너는) 여행한다

ἐπιπορεύεται

(그는) 여행한다

쌍수 ἐπιπορεύεσθον

(너희 둘은) 여행한다

ἐπιπορεύεσθον

(그 둘은) 여행한다

복수 ἐπιπορευόμεθα

(우리는) 여행한다

ἐπιπορεύεσθε

(너희는) 여행한다

ἐπιπορεύονται

(그들은) 여행한다

접속법단수 ἐπιπορεύωμαι

(나는) 여행하자

ἐπιπορεύῃ

(너는) 여행하자

ἐπιπορεύηται

(그는) 여행하자

쌍수 ἐπιπορεύησθον

(너희 둘은) 여행하자

ἐπιπορεύησθον

(그 둘은) 여행하자

복수 ἐπιπορευώμεθα

(우리는) 여행하자

ἐπιπορεύησθε

(너희는) 여행하자

ἐπιπορεύωνται

(그들은) 여행하자

기원법단수 ἐπιπορευοίμην

(나는) 여행하기를 (바라다)

ἐπιπορεύοιο

(너는) 여행하기를 (바라다)

ἐπιπορεύοιτο

(그는) 여행하기를 (바라다)

쌍수 ἐπιπορεύοισθον

(너희 둘은) 여행하기를 (바라다)

ἐπιπορευοίσθην

(그 둘은) 여행하기를 (바라다)

복수 ἐπιπορευοίμεθα

(우리는) 여행하기를 (바라다)

ἐπιπορεύοισθε

(너희는) 여행하기를 (바라다)

ἐπιπορεύοιντο

(그들은) 여행하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιπορεύου

(너는) 여행해라

ἐπιπορευέσθω

(그는) 여행해라

쌍수 ἐπιπορεύεσθον

(너희 둘은) 여행해라

ἐπιπορευέσθων

(그 둘은) 여행해라

복수 ἐπιπορεύεσθε

(너희는) 여행해라

ἐπιπορευέσθων, ἐπιπορευέσθωσαν

(그들은) 여행해라

부정사 ἐπιπορεύεσθαι

여행하는 것

분사 남성여성중성
ἐπιπορευομενος

ἐπιπορευομενου

ἐπιπορευομενη

ἐπιπορευομενης

ἐπιπορευομενον

ἐπιπορευομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιπορεύσομαι

(나는) 여행하겠다

ἐπιπορεύσει, ἐπιπορεύσῃ

(너는) 여행하겠다

ἐπιπορεύσεται

(그는) 여행하겠다

쌍수 ἐπιπορεύσεσθον

(너희 둘은) 여행하겠다

ἐπιπορεύσεσθον

(그 둘은) 여행하겠다

복수 ἐπιπορευσόμεθα

(우리는) 여행하겠다

ἐπιπορεύσεσθε

(너희는) 여행하겠다

ἐπιπορεύσονται

(그들은) 여행하겠다

기원법단수 ἐπιπορευσοίμην

(나는) 여행하겠기를 (바라다)

ἐπιπορεύσοιο

(너는) 여행하겠기를 (바라다)

ἐπιπορεύσοιτο

(그는) 여행하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιπορεύσοισθον

(너희 둘은) 여행하겠기를 (바라다)

ἐπιπορευσοίσθην

(그 둘은) 여행하겠기를 (바라다)

복수 ἐπιπορευσοίμεθα

(우리는) 여행하겠기를 (바라다)

ἐπιπορεύσοισθε

(너희는) 여행하겠기를 (바라다)

ἐπιπορεύσοιντο

(그들은) 여행하겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιπορεύσεσθαι

여행할 것

분사 남성여성중성
ἐπιπορευσομενος

ἐπιπορευσομενου

ἐπιπορευσομενη

ἐπιπορευσομενης

ἐπιπορευσομενον

ἐπιπορευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεπορευόμην

(나는) 여행하고 있었다

ἐπεπορεύου

(너는) 여행하고 있었다

ἐπεπορεύετο

(그는) 여행하고 있었다

쌍수 ἐπεπορεύεσθον

(너희 둘은) 여행하고 있었다

ἐπεπορευέσθην

(그 둘은) 여행하고 있었다

복수 ἐπεπορευόμεθα

(우리는) 여행하고 있었다

ἐπεπορεύεσθε

(너희는) 여행하고 있었다

ἐπεπορεύοντο

(그들은) 여행하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔδοξεν οὖν αὐτοῖσ τὸν μὲν στρατηγὸν Πόπλιον καὶ μέροσ τι τῆσ δυνάμεωσ μένειν ἐπιπορευόμενον τὰσ πόλεισ, τὸν δὲ Λαίλιον καὶ τὸν Μασαννάσαν, λαβόντασ τούσ τε Νομάδασ καὶ μέροσ τῶν Ῥωμαϊκῶν στρατοπέδων, ἕπεσθαι τοῖσ περὶ τὸν Σόφακα καὶ μὴ δοῦναι χρόνον εἰσ ἐπίστασιν καὶ παρασκευήν. (Polybius, Histories, book 14, chapter 9 2:1)

    (폴리비오스, Histories, book 14, chapter 9 2:1)

  • συνέβαινε γὰρ τοῦτον ἐπιπορευόμενον τὰσ πόλεισ πάντων τῶν τῷ Διαίῳ κοινωνησάντων πωλεῖν τὰσ οὐσίασ, τῶν καὶ κατακριθέντων, ὅσοι μὴ παῖδασ ἢ γονέασ εἶχον. (Polybius, Histories, book 39, chapter 4 3:1)

    (폴리비오스, Histories, book 39, chapter 4 3:1)

유의어

  1. 여행하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION