Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπιδιακρίνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐπιδιακρίνω ἐπιδιακρινῶ

Structure: ἐπι (Prefix) + δια (Prefix) + κρίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to decide as umpire

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπιδιακρίνω ἐπιδιακρίνεις ἐπιδιακρίνει
Dual ἐπιδιακρίνετον ἐπιδιακρίνετον
Plural ἐπιδιακρίνομεν ἐπιδιακρίνετε ἐπιδιακρίνουσιν*
SubjunctiveSingular ἐπιδιακρίνω ἐπιδιακρίνῃς ἐπιδιακρίνῃ
Dual ἐπιδιακρίνητον ἐπιδιακρίνητον
Plural ἐπιδιακρίνωμεν ἐπιδιακρίνητε ἐπιδιακρίνωσιν*
OptativeSingular ἐπιδιακρίνοιμι ἐπιδιακρίνοις ἐπιδιακρίνοι
Dual ἐπιδιακρίνοιτον ἐπιδιακρινοίτην
Plural ἐπιδιακρίνοιμεν ἐπιδιακρίνοιτε ἐπιδιακρίνοιεν
ImperativeSingular ἐπιδιακρίνε ἐπιδιακρινέτω
Dual ἐπιδιακρίνετον ἐπιδιακρινέτων
Plural ἐπιδιακρίνετε ἐπιδιακρινόντων, ἐπιδιακρινέτωσαν
Infinitive ἐπιδιακρίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπιδιακρινων ἐπιδιακρινοντος ἐπιδιακρινουσα ἐπιδιακρινουσης ἐπιδιακρινον ἐπιδιακρινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπιδιακρίνομαι ἐπιδιακρίνει, ἐπιδιακρίνῃ ἐπιδιακρίνεται
Dual ἐπιδιακρίνεσθον ἐπιδιακρίνεσθον
Plural ἐπιδιακρινόμεθα ἐπιδιακρίνεσθε ἐπιδιακρίνονται
SubjunctiveSingular ἐπιδιακρίνωμαι ἐπιδιακρίνῃ ἐπιδιακρίνηται
Dual ἐπιδιακρίνησθον ἐπιδιακρίνησθον
Plural ἐπιδιακρινώμεθα ἐπιδιακρίνησθε ἐπιδιακρίνωνται
OptativeSingular ἐπιδιακρινοίμην ἐπιδιακρίνοιο ἐπιδιακρίνοιτο
Dual ἐπιδιακρίνοισθον ἐπιδιακρινοίσθην
Plural ἐπιδιακρινοίμεθα ἐπιδιακρίνοισθε ἐπιδιακρίνοιντο
ImperativeSingular ἐπιδιακρίνου ἐπιδιακρινέσθω
Dual ἐπιδιακρίνεσθον ἐπιδιακρινέσθων
Plural ἐπιδιακρίνεσθε ἐπιδιακρινέσθων, ἐπιδιακρινέσθωσαν
Infinitive ἐπιδιακρίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπιδιακρινομενος ἐπιδιακρινομενου ἐπιδιακρινομενη ἐπιδιακρινομενης ἐπιδιακρινομενον ἐπιδιακρινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to decide as umpire

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION