Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐνοχλέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐνοχλέω

Structure: ἐν (Prefix) + ὀχλέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to trouble, disquiet, annoy, to be troubled or annoyed
  2. to give trouble or annoyance to
  3. to be a nuisance

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐνοχλῶ ἐνοχλεῖς ἐνοχλεῖ
Dual ἐνοχλεῖτον ἐνοχλεῖτον
Plural ἐνοχλοῦμεν ἐνοχλεῖτε ἐνοχλοῦσιν*
SubjunctiveSingular ἐνοχλῶ ἐνοχλῇς ἐνοχλῇ
Dual ἐνοχλῆτον ἐνοχλῆτον
Plural ἐνοχλῶμεν ἐνοχλῆτε ἐνοχλῶσιν*
OptativeSingular ἐνοχλοῖμι ἐνοχλοῖς ἐνοχλοῖ
Dual ἐνοχλοῖτον ἐνοχλοίτην
Plural ἐνοχλοῖμεν ἐνοχλοῖτε ἐνοχλοῖεν
ImperativeSingular ἐνόχλει ἐνοχλείτω
Dual ἐνοχλεῖτον ἐνοχλείτων
Plural ἐνοχλεῖτε ἐνοχλούντων, ἐνοχλείτωσαν
Infinitive ἐνοχλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐνοχλων ἐνοχλουντος ἐνοχλουσα ἐνοχλουσης ἐνοχλουν ἐνοχλουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐνοχλοῦμαι ἐνοχλεῖ, ἐνοχλῇ ἐνοχλεῖται
Dual ἐνοχλεῖσθον ἐνοχλεῖσθον
Plural ἐνοχλούμεθα ἐνοχλεῖσθε ἐνοχλοῦνται
SubjunctiveSingular ἐνοχλῶμαι ἐνοχλῇ ἐνοχλῆται
Dual ἐνοχλῆσθον ἐνοχλῆσθον
Plural ἐνοχλώμεθα ἐνοχλῆσθε ἐνοχλῶνται
OptativeSingular ἐνοχλοίμην ἐνοχλοῖο ἐνοχλοῖτο
Dual ἐνοχλοῖσθον ἐνοχλοίσθην
Plural ἐνοχλοίμεθα ἐνοχλοῖσθε ἐνοχλοῖντο
ImperativeSingular ἐνοχλοῦ ἐνοχλείσθω
Dual ἐνοχλεῖσθον ἐνοχλείσθων
Plural ἐνοχλεῖσθε ἐνοχλείσθων, ἐνοχλείσθωσαν
Infinitive ἐνοχλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐνοχλουμενος ἐνοχλουμενου ἐνοχλουμενη ἐνοχλουμενης ἐνοχλουμενον ἐνοχλουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ ἀγγέλουσ λαβεῖν τὸν Δαυίδ, καὶ λέγουσιν ἐνοχλεῖσθαι αὐτόν. (Septuagint, Liber I Samuelis 19:14)
  • οὐ γὰρ ἐβουλόμην ὑπὸ τοῦ στρατιωτικοῦ πλήθουσ ἐνοχλεῖσθαι τοὺσ ἐν ταῖσ Ταριχέαισ. (Flavius Josephus, 191:3)
  • Πούπιοσ Πείσων ὁ ῥήτωρ μὴ βουλόμενοσ ἐνοχλεῖσθαι προσέταξε τοῖσ οἰκέταισ πρὸσ τὰ ἐρωτώμενα λαλεῖν καὶ μηδὲν πλέον. (Plutarch, De garrulitate, section 183)
  • Πούπιοσ Πείσων ὁ ῥήτωρ μὴ βουλόμενοσ ἐνοχλεῖσθαι προσέταξε τοῖσ οἰκέταισ πρὸσ τὰ ἐρωτώμενα λαλεῖν καὶ μηδὲν πλέον. (Plutarch, De garrulitate, section 183)
  • οἰκίαν δὲ τὴν μὲν πατρῴαν τῷ ἀδελφῷ παρεχώρησεν, αὐτὸσ δ’ ᾤκει περὶ τὸ Παλάτιον ὑπὲρ τοῦ μὴ μακρὰν βαδίζοντασ ἐνοχλεῖσθαι τοὺσ θεραπεύοντασ αὐτόν, ἐθεράπευον δὲ καθ’ ἡμέραν ἐπὶ θύρασ φοιτῶντεσ οὐκ ἐλάτονεσ ἢ Κράσσον ἐπὶ πλούτῳ καὶ Πομπήιον διὰ τὴν ἐν τοῖσ στρατεύμασι δύναμιν, θαυμαζομένουσ μάλιστα Ῥωμαίων καὶ μεγίστουσ ὄντασ. (Plutarch, Cicero, chapter 8 3:3)

Synonyms

  1. to trouble

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION