헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκφύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκφύω ἐκφύσω

형태분석: ἐκ (접두사) + φύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 낳다, 맺다, 자식을 얻다
  2. 나르다, 낳다, 맺다
  1. to generate from, to beget
  2. to bear, to produce a plant
  3. to be born from, by nature

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκφύω

(나는) 낳는다

ἐκφύεις

(너는) 낳는다

ἐκφύει

(그는) 낳는다

쌍수 ἐκφύετον

(너희 둘은) 낳는다

ἐκφύετον

(그 둘은) 낳는다

복수 ἐκφύομεν

(우리는) 낳는다

ἐκφύετε

(너희는) 낳는다

ἐκφύουσιν*

(그들은) 낳는다

접속법단수 ἐκφύω

(나는) 낳자

ἐκφύῃς

(너는) 낳자

ἐκφύῃ

(그는) 낳자

쌍수 ἐκφύητον

(너희 둘은) 낳자

ἐκφύητον

(그 둘은) 낳자

복수 ἐκφύωμεν

(우리는) 낳자

ἐκφύητε

(너희는) 낳자

ἐκφύωσιν*

(그들은) 낳자

기원법단수 ἐκφύοιμι

(나는) 낳기를 (바라다)

ἐκφύοις

(너는) 낳기를 (바라다)

ἐκφύοι

(그는) 낳기를 (바라다)

쌍수 ἐκφύοιτον

(너희 둘은) 낳기를 (바라다)

ἐκφυοίτην

(그 둘은) 낳기를 (바라다)

복수 ἐκφύοιμεν

(우리는) 낳기를 (바라다)

ἐκφύοιτε

(너희는) 낳기를 (바라다)

ἐκφύοιεν

(그들은) 낳기를 (바라다)

명령법단수 ἐκφύε

(너는) 낳아라

ἐκφυέτω

(그는) 낳아라

쌍수 ἐκφύετον

(너희 둘은) 낳아라

ἐκφυέτων

(그 둘은) 낳아라

복수 ἐκφύετε

(너희는) 낳아라

ἐκφυόντων, ἐκφυέτωσαν

(그들은) 낳아라

부정사 ἐκφύειν

낳는 것

분사 남성여성중성
ἐκφυων

ἐκφυοντος

ἐκφυουσα

ἐκφυουσης

ἐκφυον

ἐκφυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκφύομαι

(나는) 태어난다

ἐκφύει, ἐκφύῃ

(너는) 태어난다

ἐκφύεται

(그는) 태어난다

쌍수 ἐκφύεσθον

(너희 둘은) 태어난다

ἐκφύεσθον

(그 둘은) 태어난다

복수 ἐκφυόμεθα

(우리는) 태어난다

ἐκφύεσθε

(너희는) 태어난다

ἐκφύονται

(그들은) 태어난다

접속법단수 ἐκφύωμαι

(나는) 태어나자

ἐκφύῃ

(너는) 태어나자

ἐκφύηται

(그는) 태어나자

쌍수 ἐκφύησθον

(너희 둘은) 태어나자

ἐκφύησθον

(그 둘은) 태어나자

복수 ἐκφυώμεθα

(우리는) 태어나자

ἐκφύησθε

(너희는) 태어나자

ἐκφύωνται

(그들은) 태어나자

기원법단수 ἐκφυοίμην

(나는) 태어나기를 (바라다)

ἐκφύοιο

(너는) 태어나기를 (바라다)

ἐκφύοιτο

(그는) 태어나기를 (바라다)

쌍수 ἐκφύοισθον

(너희 둘은) 태어나기를 (바라다)

ἐκφυοίσθην

(그 둘은) 태어나기를 (바라다)

복수 ἐκφυοίμεθα

(우리는) 태어나기를 (바라다)

ἐκφύοισθε

(너희는) 태어나기를 (바라다)

ἐκφύοιντο

(그들은) 태어나기를 (바라다)

명령법단수 ἐκφύου

(너는) 태어나라

ἐκφυέσθω

(그는) 태어나라

쌍수 ἐκφύεσθον

(너희 둘은) 태어나라

ἐκφυέσθων

(그 둘은) 태어나라

복수 ἐκφύεσθε

(너희는) 태어나라

ἐκφυέσθων, ἐκφυέσθωσαν

(그들은) 태어나라

부정사 ἐκφύεσθαι

태어나는 것

분사 남성여성중성
ἐκφυομενος

ἐκφυομενου

ἐκφυομενη

ἐκφυομενης

ἐκφυομενον

ἐκφυομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκφύσω

(나는) 낳겠다

ἐκφύσεις

(너는) 낳겠다

ἐκφύσει

(그는) 낳겠다

쌍수 ἐκφύσετον

(너희 둘은) 낳겠다

ἐκφύσετον

(그 둘은) 낳겠다

복수 ἐκφύσομεν

(우리는) 낳겠다

ἐκφύσετε

(너희는) 낳겠다

ἐκφύσουσιν*

(그들은) 낳겠다

기원법단수 ἐκφύσοιμι

(나는) 낳겠기를 (바라다)

ἐκφύσοις

(너는) 낳겠기를 (바라다)

ἐκφύσοι

(그는) 낳겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκφύσοιτον

(너희 둘은) 낳겠기를 (바라다)

ἐκφυσοίτην

(그 둘은) 낳겠기를 (바라다)

복수 ἐκφύσοιμεν

(우리는) 낳겠기를 (바라다)

ἐκφύσοιτε

(너희는) 낳겠기를 (바라다)

ἐκφύσοιεν

(그들은) 낳겠기를 (바라다)

부정사 ἐκφύσειν

낳을 것

분사 남성여성중성
ἐκφυσων

ἐκφυσοντος

ἐκφυσουσα

ἐκφυσουσης

ἐκφυσον

ἐκφυσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκφύσομαι

(나는) 태어나겠다

ἐκφύσει, ἐκφύσῃ

(너는) 태어나겠다

ἐκφύσεται

(그는) 태어나겠다

쌍수 ἐκφύσεσθον

(너희 둘은) 태어나겠다

ἐκφύσεσθον

(그 둘은) 태어나겠다

복수 ἐκφυσόμεθα

(우리는) 태어나겠다

ἐκφύσεσθε

(너희는) 태어나겠다

ἐκφύσονται

(그들은) 태어나겠다

기원법단수 ἐκφυσοίμην

(나는) 태어나겠기를 (바라다)

ἐκφύσοιο

(너는) 태어나겠기를 (바라다)

ἐκφύσοιτο

(그는) 태어나겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκφύσοισθον

(너희 둘은) 태어나겠기를 (바라다)

ἐκφυσοίσθην

(그 둘은) 태어나겠기를 (바라다)

복수 ἐκφυσοίμεθα

(우리는) 태어나겠기를 (바라다)

ἐκφύσοισθε

(너희는) 태어나겠기를 (바라다)

ἐκφύσοιντο

(그들은) 태어나겠기를 (바라다)

부정사 ἐκφύσεσθαι

태어날 것

분사 남성여성중성
ἐκφυσομενος

ἐκφυσομενου

ἐκφυσομενη

ἐκφυσομενης

ἐκφυσομενον

ἐκφυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξέφυον

(나는) 낳고 있었다

ἐξέφυες

(너는) 낳고 있었다

ἐξέφυεν*

(그는) 낳고 있었다

쌍수 ἐξεφύετον

(너희 둘은) 낳고 있었다

ἐξεφυέτην

(그 둘은) 낳고 있었다

복수 ἐξεφύομεν

(우리는) 낳고 있었다

ἐξεφύετε

(너희는) 낳고 있었다

ἐξέφυον

(그들은) 낳고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεφυόμην

(나는) 태어나고 있었다

ἐξεφύου

(너는) 태어나고 있었다

ἐξεφύετο

(그는) 태어나고 있었다

쌍수 ἐξεφύεσθον

(너희 둘은) 태어나고 있었다

ἐξεφυέσθην

(그 둘은) 태어나고 있었다

복수 ἐξεφυόμεθα

(우리는) 태어나고 있었다

ἐξεφύεσθε

(너희는) 태어나고 있었다

ἐξεφύοντο

(그들은) 태어나고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπὸ δὲ τῶν δακτύλων ἄκρων ἐξεφύοντο αὐταῖσ οἱ κλάδοι καὶ μεστοὶ ἦσαν βοτρύων. (Lucian, Verae Historiae, book 1 8:3)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 8:3)

  • μεῖνον, τίσ δέ μ’ ἐκφύει βροτῶν; (Sophocles, Oedipus Tyrannus, episode 8:9)

    (소포클레스, 오이디푸스 튀란노스, episode 8:9)

  • Πιττοκοπίητῷ ἐμπάττειν ξυνεχήσ· φοινίσσειν δὲ καὶ τὴν κεφαλὴν, ἄλλοτε μὲν σίνηπι ξὺν ἄρτῳ διπλόῳ ἐγχρίοντα, ὡσ μὴ ἀφόρητον εἰή τὸ πῦρ· ἄλλοτε δὲ φάρμακα ξυναλείφοντα, ὡσ τὸ ξύνθετον τὸ διὰ τῆσ λιμνήστιδοσ καὶ εὐφορβίου καὶ πυρέθρου · ἔχει δὲ καὶ ἀνώδυνον περί τε τὸν ἐν καιρῷ πόνον καὶ ἐσ μόχλευσιν τῆσ Ῥίζησ τοῦ κακοῦ, θαψίησ ὁ ὀπὸσ, καὶ τὰ ξὺν τῇδε φάρμακα, ὁκόσα ἐσοιδαίνει τὸ δέρμα, καὶ ἰόνθοισι ἴκελα ἐκφύει βλαστήματα. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 53)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 53)

  • ἀλλ’ οὐδὲ σπέρμα δεῖ καταβάλλειν ἐν τῇ πόλει οὐδένα, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, τοιούτων πραγμάτων, οὐδ’ εἰ μήπω ἂν ἐκφύοι, ἀλλὰ τὸν ἐγχειροῦντα λέγειν ἢ ποιεῖν τι τοιοῦτον δίκην διδόναι. (Demosthenes, Speeches 21-30, 220:4)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 220:4)

  • "τῷ γὰρ ἰῷ πρὸσ τὰ τοιαῦτα χρῶνται τῶν φαρμάκων ἰατροί, καὶ τούσ γε διατρίβοντασ ἐν τοῖσ χαλκωρυχείοισ ἱστοροῦσιν ὠφελεῖσθαι τὰ ὄμματα καὶ βλεφαρίδασ ἐκφύειν τοὺσ ἀποβεβληκότασ· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 3, 6:33)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 3, 6:33)

유의어

  1. 낳다

  2. 나르다

  3. to be born from

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION