- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰσπλέω?

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: eispleō 고전 발음: [레오:] 신약 발음: [래오]

기본형: εἰσπλέω εἰσπλεύσομαι

형태분석: εἰς (접두사) + πλέϝ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다, 들다, 올리다, 들어오다
  1. to sail into, enter, as one sails in, comes into, to be imported

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσπλέω

(나는) 들어간다

εἰσπλεῖς

(너는) 들어간다

εἰσπλεῖ

(그는) 들어간다

쌍수 εἰσπλεῖτον

(너희 둘은) 들어간다

εἰσπλεῖτον

(그 둘은) 들어간다

복수 εἰσπλέομεν

(우리는) 들어간다

εἰσπλεῖτε

(너희는) 들어간다

εἰσπλέουσι(ν)

(그들은) 들어간다

접속법단수 εἰσπλέω

(나는) 들어가자

εἰσπλῇς

(너는) 들어가자

εἰσπλῇ

(그는) 들어가자

쌍수 εἰσπλῆτον

(너희 둘은) 들어가자

εἰσπλῆτον

(그 둘은) 들어가자

복수 εἰσπλέωμεν

(우리는) 들어가자

εἰσπλῆτε

(너희는) 들어가자

εἰσπλέωσι(ν)

(그들은) 들어가자

기원법단수 εἰσπλέοιμι

(나는) 들어가기를 (바라다)

εἰσπλέοις

(너는) 들어가기를 (바라다)

εἰσπλέοι

(그는) 들어가기를 (바라다)

쌍수 εἰσπλέοιτον

(너희 둘은) 들어가기를 (바라다)

εἰσπλεοίτην

(그 둘은) 들어가기를 (바라다)

복수 εἰσπλέοιμεν

(우리는) 들어가기를 (바라다)

εἰσπλέοιτε

(너희는) 들어가기를 (바라다)

εἰσπλέοιεν

(그들은) 들어가기를 (바라다)

명령법단수 εἰσπλεῖ

(너는) 들어가라

εἰσπλείτω

(그는) 들어가라

쌍수 εἰσπλεῖτον

(너희 둘은) 들어가라

εἰσπλείτων

(그 둘은) 들어가라

복수 εἰσπλεῖτε

(너희는) 들어가라

εἰσπλεόντων, εἰσπλείτωσαν

(그들은) 들어가라

부정사 εἰσπλεῖν

들어가는 것

분사 남성여성중성
εἰσπλεων

εἰσπλεοντος

εἰσπλεουσα

εἰσπλεουσης

εἰσπλεον

εἰσπλεοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσπλέομαι

(나는) 들어가여진다

εἰσπλεῖ, εἰσπλῇ

(너는) 들어가여진다

εἰσπλεῖται

(그는) 들어가여진다

쌍수 εἰσπλεῖσθον

(너희 둘은) 들어가여진다

εἰσπλεῖσθον

(그 둘은) 들어가여진다

복수 εἰσπλεόμεθα

(우리는) 들어가여진다

εἰσπλεῖσθε

(너희는) 들어가여진다

εἰσπλέονται

(그들은) 들어가여진다

접속법단수 εἰσπλέωμαι

(나는) 들어가여지자

εἰσπλῇ

(너는) 들어가여지자

εἰσπλῆται

(그는) 들어가여지자

쌍수 εἰσπλῆσθον

(너희 둘은) 들어가여지자

εἰσπλῆσθον

(그 둘은) 들어가여지자

복수 εἰσπλεώμεθα

(우리는) 들어가여지자

εἰσπλῆσθε

(너희는) 들어가여지자

εἰσπλέωνται

(그들은) 들어가여지자

기원법단수 εἰσπλεοίμην

(나는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσπλέοιο

(너는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσπλέοιτο

(그는) 들어가여지기를 (바라다)

쌍수 εἰσπλέοισθον

(너희 둘은) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσπλεοίσθην

(그 둘은) 들어가여지기를 (바라다)

복수 εἰσπλεοίμεθα

(우리는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσπλέοισθε

(너희는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσπλέοιντο

(그들은) 들어가여지기를 (바라다)

명령법단수 εἰσπλέου

(너는) 들어가여져라

εἰσπλείσθω

(그는) 들어가여져라

쌍수 εἰσπλεῖσθον

(너희 둘은) 들어가여져라

εἰσπλείσθων

(그 둘은) 들어가여져라

복수 εἰσπλεῖσθε

(너희는) 들어가여져라

εἰσπλείσθων, εἰσπλείσθωσαν

(그들은) 들어가여져라

부정사 εἰσπλεῖσθαι

들어가여지는 것

분사 남성여성중성
εἰσπλεομενος

εἰσπλεομενου

εἰσπλεομενη

εἰσπλεομενης

εἰσπλεομενον

εἰσπλεομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσπλεύσομαι

(나는) 들어가겠다

εἰσπλεύσει, εἰσπλεύσῃ

(너는) 들어가겠다

εἰσπλεύσεται

(그는) 들어가겠다

쌍수 εἰσπλεύσεσθον

(너희 둘은) 들어가겠다

εἰσπλεύσεσθον

(그 둘은) 들어가겠다

복수 εἰσπλευσόμεθα

(우리는) 들어가겠다

εἰσπλεύσεσθε

(너희는) 들어가겠다

εἰσπλεύσονται

(그들은) 들어가겠다

기원법단수 εἰσπλευσοίμην

(나는) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσπλεύσοιο

(너는) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσπλεύσοιτο

(그는) 들어가겠기를 (바라다)

쌍수 εἰσπλεύσοισθον

(너희 둘은) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσπλευσοίσθην

(그 둘은) 들어가겠기를 (바라다)

복수 εἰσπλευσοίμεθα

(우리는) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσπλεύσοισθε

(너희는) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσπλεύσοιντο

(그들은) 들어가겠기를 (바라다)

부정사 εἰσπλεύσεσθαι

들어갈 것

분사 남성여성중성
εἰσπλευσομενος

εἰσπλευσομενου

εἰσπλευσομενη

εἰσπλευσομενης

εἰσπλευσομενον

εἰσπλευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσέπλεον

(나는) 들어가고 있었다

εἰσέπλεις

(너는) 들어가고 있었다

εἰσέπλει(ν)

(그는) 들어가고 있었다

쌍수 εἰσεπλεῖτον

(너희 둘은) 들어가고 있었다

εἰσεπλείτην

(그 둘은) 들어가고 있었다

복수 εἰσεπλέομεν

(우리는) 들어가고 있었다

εἰσεπλεῖτε

(너희는) 들어가고 있었다

εἰσέπλεον

(그들은) 들어가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσεπλεόμην

(나는) 들어가여지고 있었다

εἰσεπλέου

(너는) 들어가여지고 있었다

εἰσεπλεῖτο

(그는) 들어가여지고 있었다

쌍수 εἰσεπλεῖσθον

(너희 둘은) 들어가여지고 있었다

εἰσεπλείσθην

(그 둘은) 들어가여지고 있었다

복수 εἰσεπλεόμεθα

(우리는) 들어가여지고 있었다

εἰσεπλεῖσθε

(너희는) 들어가여지고 있었다

εἰσεπλέοντο

(그들은) 들어가여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • χρόνῳ δ ὕστερον διαβολῆς πρὸς Σάτυρον γενομένης, ὡς καὶ ὁ πατὴρ οὑμὸς ἐπιβουλεύοι τῇ ἀρχῇ κἀγὼ τοῖς φυγάσι συγγενοίμην, τὸν μὲν πατέρα μου συλλαμβάνει, ἐπιστέλλει δὲ τοῖς ἐνθάδε ἐπιδημοῦσιν ἐκ τοῦ Πόντου, τὰ χρήματα παρ ἐμοῦ παραλαβεῖν καὶ αὐτὸν εἰσπλεῖν κελεύειν, ἐὰν δὲ τούτων μηδὲν ποιῶ, παρ ὑμῶν ἐξαιτεῖν. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 19 2:4)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 19 2:4)

  • ὡς οὐ βιωτόν ἐστιν οὐδ ἀνασχετὸν τῆς μὲν θαλάττης ἀντιποιεῖσθαί τινας ὑμῶν ἀναλίσκειν τε πολλὰ χρήματα, ὄψου δὲ μηδὲν ἐνθάδ εἰσπλεῖν μηδὲ γρῦ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 29 1:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 29 1:3)

  • τοῦτόν φησιν Ἀριστοτέλης εἰσπλεῖν εἰς τὸν Πόντον ἐχόμενον τῆς γῆς: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 63 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 63 1:2)

  • ὁ δ Ἱκέτης τήν μὲν ἀκρόπολιν τῶν Συρακουσῶν ἐπολιόρκει καὶ σῖτον ἐκώλυεν εἰσπλεῖν τοῖς Κορινθίοις, Τιμολέοντι δὲ δύο ξένους παρασκευάσας δολοφονήσοντας αὐτὸν ὑπέπεμψεν εἰς Ἀδρανόν, οὔτε ἄλλως περὶ τὸ σῶμα συντεταγμένην ἔχοντι φυλακήν, καὶ τότε παντάπασι διὰ τὸν θεὸν ἀνειμένως καὶ ἀνυπόπτως σχολάζοντι μετὰ τῶν Ἀδρανιτῶν. (Plutarch, Timoleon, chapter 16 3:1)

    (플루타르코스, Timoleon, chapter 16 3:1)

  • διώρυχα μὲν γὰρ ἐκ τῆς θαλάττης ἀρχόμενοι τρίπλεθρον τὸ πλάτος, ἑκατὸν δὲ ποδῶν βάθος, μῆκος δὲ πεντήκοντα σταδίων, ἐπὶ τὸν ἐξωτάτω τροχὸν συνέτρησαν, καὶ τὸν ἀνάπλουν ἐκ τῆς θαλάττης ταύτῃ πρὸς ἐκεῖνον ὡς εἰς λιμένα ἐποιήσαντο, διελόντες στόμα ναυσὶν ταῖς μεγίσταις ἱκανὸν εἰσπλεῖν. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 65:1)

    (플라톤, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 65:1)

유의어

  1. 들어가다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION