- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

δοκιμασία?

First declension Noun; 자동번역 Transliteration: dokimasia

Principal Part: δοκιμασία

Sense

  1. an assay, examination, scrutiny
  2. to determine the right to speak

Examples

  • κατὰ Πολυεύκτου βασιλεύειν λαχόντος δοκιμασία: (Dionysius of Halicarnassus, De Dinarcho, chapter 9 4:2)
  • καὶ ἡ κατὰ τὸν χρόνον δοκιμασία πλείστη καὶ βεβαιοτάτη. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 8 130:1)
  • ἐνθυμουμένους ὅτι σφόδρ ἂν ἠγανακτεῖτε, εἰ <ἐν> τῇ ὑμετέρᾳ δοκιμασίᾳ οἱ θεσμοθέται ἀναβάντες ὑμῶν ἐδέοντο καταψηφίσασθαι, ἡγούμενοι δεινὸν εἶναι εἰ οἱ τιθέντες τὸν ἀγῶνα καὶ τὴν ψῆφον διδόντες παρακελεύσονται τῶν μὲν μὴ <καταψηφίζεσθαι τῶν δὲ> καταψηφίζεσθαι. (Lysias, Speeches, 6:1)
  • καίτοιγε αὐτὸν ἀκούω λέξειν ὡς οὐ περὶ αὐτοῦ μόνον ἡ δοκιμασία ἐστίν, ἀλλὰ περὶ πάντων τῶν ἐν ἄστει μεινάντων, καὶ τοὺς ὁρ´κους καὶ τὰς συνθήκας ὑμᾶς ὑπομνήσειν, ὡς ἐκ τούτων προσληψόμενον αὐτὸν δοκιμαστὰς τοὺς ἐν ἄστει μείναντας. (Lysias, Speeches, 20:1)
  • ἐνθάδ ὁ ἔλεγχος τοῦ πράγματος, ἡ δοκιμασία τοῦ φιλοσοφοῦντος. (Epictetus, Works, book 3, 11:2)

Synonyms

  1. an assay

Related

명사

형용사

동사

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION