- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διχότομος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: dichotomos 고전 발음: [디코또모] 신약 발음: [디코또모]

기본형: διχότομος διχότομος διχότομον

형태분석: διχοτομ (어간) + ος (어미)

어원: τέμνω

  1. cut in half, equally divided

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 διχότομος

(이)가

διχότομον

(것)가

속격 διχοτόμου

(이)의

διχοτόμου

(것)의

여격 διχοτόμῳ

(이)에게

διχοτόμῳ

(것)에게

대격 διχότομον

(이)를

διχότομον

(것)를

호격 διχότομε

(이)야

διχότομον

(것)야

쌍수주/대/호 διχοτόμω

(이)들이

διχοτόμω

(것)들이

속/여 διχοτόμοιν

(이)들의

διχοτόμοιν

(것)들의

복수주격 διχότομοι

(이)들이

διχότομα

(것)들이

속격 διχοτόμων

(이)들의

διχοτόμων

(것)들의

여격 διχοτόμοις

(이)들에게

διχοτόμοις

(것)들에게

대격 διχοτόμους

(이)들을

διχότομα

(것)들을

호격 διχότομοι

(이)들아

διχότομα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἀπείρηκα γὰρ ἤδη, Μένιππε, πολλὰ καὶ δεινὰ παρὰ τῶν φιλοσόφων ἀκούουσα, οἷς οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἔργον ἢ τἀμὰ πολυπραγμονεῖν, τίς εἰμι καὶ πηλίκη, καὶ δι ἥντινα αἰτίαν διχότομος ἢ ἀμφίκυρτος ηἰηνομαι. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 20:5)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 20:5)

  • αἱ δὲ πρὸς ἥλιον σχέσεις αὐτῆς ἐν τριγώνοις καὶ τετραγώνοις ἀποστήμασι διχοτόμους καὶ ἀμφικύρτους σχηματισμοὺς λαμβάνουσιν ἓξ δὲ ζῴδια διελθοῦσα τὴν πανσέληνον ὥσπερ τινὰ συμφωνίαν ἐν ἑξατόνῳ διὰ πασῶν ἀποδίδωσι. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 31 11:1)

    (플루타르코스, De animae procreatione in Timaeo, section 31 11:1)

  • οὐ γὰρ ἔστιν ἐκκλίσεις οὐδ ἀποστροφὰς αὐτῆς, ὥσπερ ὅταν ᾖ διχότομος καὶ ἀμφίκυρτος ἢ μηνοειδής, αἰτιᾶσθαι περὶ τὴν σύνοδον ἀλλὰ κατὰ στάθμην, φησὶ Δημόκριτος, ἱσταμένη τοῦ φωτίζοντος ὑπολαμβάνει καὶ δέχεται τὸν ἥλιον: (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 16 2:15)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 16 2:15)

  • "ἢ τὸ πρὸς τὴν διχότομον ἀπορούμενον· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 17 2:1)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 17 2:1)

  • "ἔχει γάρ τινα λόγον τό, πάσης ἐν ἴσαις γωνίαις γιγνομένης ἀνακλάσεως, ὅταν ἡ σελήνη διχότομος οὖσα μεσουρανῇ, μὴ φέρεσθαι τὸ φῶς ἐπὶ γῆς ἀπ αὐτῆς ἀλλ ὀλισθάνειν ἐπέκεινα τῆς γῆς: (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 17 2:3)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 17 2:3)

유의어

  1. cut in half

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION