헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διωρυχή

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διωρυχή

형태분석: διωρυχ (어간) + η (어미)

어원: dioru/ssw

  1. a digging through

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μετοικίζεται γὰρ ἐξαναστᾶσα, καὶ τὸ μέγιστον ἁπάντων, γῆσ μὲν οὐδαμοῦ, πᾶσα γὰρ εἴχετο, ἡ δὲ εἰσ τὴν θάλατταν ἀπεχώρει, καὶ τῆσ περὶ τὸν Ἄθω διωρυχῆσ καὶ τοῦ πορθμοῦ τῆσ γεφύρασ οὔτε εἰσ ἀκοὴν ἀηδέστερον οὔτε γνώμῃ φαυλότερον τοῦτο τὸ τόλμημα ἀντεπεδείξατο ἐπὶ τῆσ θαλάττησ φανεῖσα, καὶ Ξέρξῃ καταλιποῦσα τὸ ἴχνοσ μόνον προσιδεῖν· (Aristides, Aelius, Orationes, 40:5)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 40:5)

  • ὁ δὲ δὴ πρὸ θυρῶν κόσμοσ ἀντὶ Ἀπόλλωνοσ ἀγυιέωσ προπύλαιοσ τῇ πόλει, Μέλησ ὁ ἐπώνυμοσ διωρυχὴν Νυμφῶν ἐκ πηγῶν εἰσ θάλατταν, αὐταῖσ τ’ εἶναι λουτρὸν ῥυτὸν καὶ Νηρηίδασ παρὰ Νηρέωσ δέξασθαι δι’ ὀλίγου. (Aristides, Aelius, Orationes, 5:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 5:1)

  • ἀντὶ δὲ χρυσείων καὶ ἀργυρείων μετάλλων διωρυχῆσ τοὔδαφοσ τῆσ πόλεωσ παρεῖχε καὶ εἰσ μῆνασ ἐκκαθαίρειν τοὺσ κειμένουσ. (Aristides, Aelius, Orationes, 8:2)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 8:2)

유의어

  1. a digging through

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION